Ποια η στρατηγική του Τραμπ για τα μικροτσίπ – Κίνδυνοι, προκλήσεις και νέοι δασμοί

Την ανακοίνωση νέων δασμών στις εισαγωγές μικροτσίπ προανήγγειλε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ακόμα και εντός της εβδομάδας, προϊδεάζοντας για νέο κύκλο αναταράξεων μετά τη σχετική ανάπαυλα, διευκρινίζοντας όμως ότι μπορεί να υπάρξει ευελιξία με ορισμένες εταιρείες του τομέα. Η στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ για τους ημιαγωγούς επικεντρώνεται στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής μέσω προστατευτικών μέτρων και αναθεώρησης του νομοθετικού πλαισίου. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής ενδέχεται να προκαλέσει διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, αυξήσεις τιμών για τους καταναλωτές και εμπορικές εντάσεις με άλλες χώρες.
Ποιοι φτιάχνουν μικροτσίπ
Οι ημιαγωγοί (μικροτσίπ) είναι κεντρικής σημασίας εξαρτήματα για τη λειτουργία των περισσότερων συσκευών, από τα πλυντήρια ρούχων μέχρι τα smarrtphones και από τα στρατιωτικά αεροσκάφη μέχρι τα ηλεκτρικά οχήματα. Αυτά τα μικροσκοπικά πλακίδια πυριτίου, γνωστά ως τσιπ, εφευρέθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ωστόσο με την πάροδο των ετών έμειναν πίσω στον τομέα, με αποτέλεσμα σήμερα τα πιο προηγμένα τσιπ να παράγονται στην Ασία σε πρωτοφανή κλίμακα. Η κατασκευή τους είναι δαπανηρή και τεχνολογικά πολύπλοκη. Ένα iPhone, για παράδειγμα, μπορεί να περιέχει τσιπ που σχεδιάστηκαν στις ΗΠΑ και κατασκευάστηκαν στην Ταϊβάν, την Ιαπωνία ή τη Νότια Κορέα, χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες, όπως σπάνιες γαίες που εξορύσσονται κυρίως στην Κίνα. Στη συνέχεια μπορεί να αποστέλλονται στο Βιετνάμ για συσκευασία, στη συνέχεια στην Κίνα για συναρμολόγηση και δοκιμές, πριν αποσταλούν στις ΗΠΑ.
Η στρατηγική
Η στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ για τους ημιαγωγούς βασίζεται σε μια ξεκάθαρα αμερικανοκεντρική προσέγγιση: ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, περιορισμό της εξάρτησης από ξένες χώρες (ιδίως Κίνα, Ταϊβάν και Νότια Κορέα), και προώθηση της βιομηχανικής αυτάρκειας μέσω δασμών και φορολογικών κινήτρων.
Ειδικότερα
Υψηλοί δασμοί σε εισαγωγές
Ο Τραμπ έχει καταστήσει τη χρήση των δασμών κεντρικό άξονα της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησής του, αναπτύσσοντας μια σειρά επιθετικών εισφορών κατά των εμπορικών εταίρων που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων, έχουν αυξήσει τον μέσο εισαγωγικό δασμό σε περίπου 25% από μόλις 2,5% μέσα σε λίγους μήνες. Ο Τραμπ προτείνει την επιβολή δασμών έως και 100% σε εισαγόμενους ημιαγωγούς από χώρες όπως η Ταϊβάν και η Κορέα. Στόχος του είναι να καταστήσει τις εισαγωγές τόσο ακριβές, ώστε να ενισχυθεί η τοπική παραγωγή.
Ανατροπή του Chips Act
Οι ΗΠΑ βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε τσιπ που εισάγονται από την Ταϊβάν, κάτι που ο πρώην πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να αντιστρέψει κατά τη διάρκεια της θητείας του, χορηγώντας δισεκατομμύρια δολάρια μέσω του νόμου CHIPS and Science Act του 2022, ο οποίος προέβλεπε επιδοτήσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις για την επέκταση της εγχώριας παραγωγής ημιαγωγών. Πλέον ο πρόεδρος Τραμπ προτείνει την κατάργησή του, θεωρώντας τον περιττό και επικεντρώνεται σε φορολογικές μειώσεις και αυξημένους δασμούς ως μέσα για την ενίσχυση της παραγωγής.
Σκληρή γραμμή απέναντι στην Κίνα
Η πολιτική των περιορισμών εξαγωγών τεχνολογίας ημιαγωγών προς την Κίνα συνεχίζεται με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Στόχος είναι να μην αποκτήσει πρόσβαση σε προηγμένα chips για στρατιωτικές ή τεχνητής νοημοσύνης εφαρμογές. Παρά τις ενδείξεις για μετριοπαθέστερη προσέγγιση, οποιαδήποτε σημαντική χαλάρωση των περιορισμών αναμένεται να αντιμετωπίσει αντίσταση από το Κογκρέσο και από στελέχη της κυβέρνησης που υποστηρίζουν σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα.
Απορρύθμιση του τομέα
Στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής απορρύθμισης, η κυβέρνηση Τραμπ αναμένεται να χαλαρώσει τους κανονισμούς στον τομέα της τεχνολογίας, με στόχο την ενίσχυση της καινοτομίας και τη μείωση των διοικητικών βαρών για τις εταιρείες. Η μείωση της γραφειοκρατίας, ηκατάργηση εκτελεστικών διαταγμάτων που αφορούν την τεχνητή νοημοσύνη υποδηλώνει την πρόθεση της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τους εγχώριους παραγωγούς ημιαγωγών.
Τα «αγκάθια»
Διαταραχή των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού
Η επιβολή υψηλών δασμών και περιορισμών στις εξαγωγές ενδέχεται να διαταράξει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, επηρεάζοντας αρνητικά τις εταιρείες που εξαρτώνται από διεθνείς συνεργασίες για την παραγωγή ημιαγωγών. Η ASML, για παράδειγμα, αντιμετωπίζει αβεβαιότητα σχετικά με τις επιπτώσεις των δασμών στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του αμερικανικού κλάδου κατασκευής εξοπλισμού που περιλαμβάνει μικροτσιπ οι νέοι δασμοί του Τραμπ θα μπορούσαν να κοστίσουν στους Αμερικανούς κατασκευαστές, πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως.
Αντίκτυπος στους καταναλωτές
Οι υψηλότεροι δασμοί ενδέχεται να οδηγήσουν σε αυξήσεις τιμών για προϊόντα που περιέχουν ημιαγωγούς, όπως smartphones, υπολογιστές και ιατρικές συσκευές. Αυτό μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τους καταναλωτές, καθιστώντας τα προϊόντα τεχνολογίας πιο ακριβά και λιγότερο προσιτά.
Αντιδράσεις από εμπορικούς εταίρους
Οι νέες εμπορικές πολιτικές ενδέχεται να προκαλέσουν αντιδράσεις από άλλες χώρες, οδηγώντας σε εμπορικές εντάσεις και πιθανές αντενέργειες.
Δύσκολος αντίπαλος η Ασία
Η βιομηχανία των μικροτσιπ ειναι ένα βαθιά εδραιωμένο οικοσύστημα, το οποίο έχει εξελιχθεί με την πάροδο των δεκαετιών. Ο Τραμπ την έχει επαινέσει, αλλά την έχει επίσης απειλήσει με δασμούς. Έχει πει στην ηγέτιδα εταιρια του κλάδου, την Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC), ότι θα πρέπει να πληρώσει φόρο 100% εάν δεν κατασκευάσει εργοστάσια στις ΗΠΑ. Με ένα τόσο πολύπλοκο οικοσύστημα και έντονο ανταγωνισμό, οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να προγραμματίσουν υψηλότερα κόστη και απαιτήσεις επενδύσεων μακροπρόθεσμα, πολύ πέρα από τη διακυβέρνηση του Τραμπ. Οι συνεχείς αλλαγές στις πολιτικές δεν βοηθούν. Μέχρι στιγμής, ορισμένοι έχουν δείξει προθυμία να επενδύσουν στις ΗΠΑ. Οι σημαντικές επιδοτήσεις που έχουν δώσει η Κίνα, η Ταϊβάν, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα σε ιδιωτικές εταιρείες που αναπτύσσουν τσιπ είναι ένας σημαντικός λόγος για την επιτυχία τους. Αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό το σκεπτικό πίσω από το US Chips and Science Act.
Ορισμένες εταιρείες, όπως ο η TSMC και η μεγαλύτερη κατασκευάστρια εταιρεία smartphone στον κόσμο Samsung, έχουν λάβει λόγω της νομοθεσίας, η TSMC 6,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις και δάνεια για εργοστάσια στην Αριζόνα και τη Samsung περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια για μια εγκατάσταση στο Τέιλορ του Τέξας. Η TSMC ανακοίνωσε περαιτέρω επενδύσεις ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ με τον Τραμπ, επιπλέον των 65 δισεκατομμυρίων δολαρίων που υποσχέθηκε για τρία εργοστάσια.
Αλλά τόσο η TSMC όσο και η Samsung έχουν αντιμετωπίσει προκλήσεις με τις επενδύσεις τους, συμπεριλαμβανομένης της εκτίναξης του κόστους, της δυσκολίας πρόσληψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, των καθυστερήσεων στην κατασκευή και της αντίστασης των τοπικών συνδικάτων. Παρά την αμερικανική επένδυση, η TSMC έχει δηλώσει ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της θα παραμείνει στην Ταϊβάν, ειδικά τα πιο προηγμένα τσιπ υπολογιστών της.
Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος στον κλάδο, σύμφωνα με αναλυτές, είναι πιθανό να είναι μια ανανεωμένη εστίαση στην εγχώρια μεταποίηση σε πολλές από τις βασικές οικονομίες του κόσμου: Ορισμένες εταιρείες θα μπορούσαν να αναζητήσουν νέες αγορές. Ο κινεζικός τεχνολογικός γίγαντας Huawei, για παράδειγμα, επεκτάθηκε στην Ευρώπη και σε αναδυόμενες αγορές όπως η Ταϊλάνδη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, η Μαλαισία και πολλές χώρες της Αφρικής ενόψει των ελέγχων των εξαγωγών και των δασμών, αν και τα περιθώρια κέρδους στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι μικρά.
Εν τω μεταξύ, ενδέχεται να προκύψουν νέοι κόμβοι παραγωγής. Η Ινδία υπόσχεται πολλά, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες που λένε ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να ενσωματωθεί στην αλυσίδα εφοδιασμού τσιπ από ό,τι οι ΗΠΑ – είναι γεωγραφικά πιο κοντά, το εργατικό δυναμικό είναι φθηνό και η εκπαίδευση είναι καλή. Η Ινδία έχει σηματοδοτήσει μια προθυμία ότι είναι ανοιχτή στην κατασκευή τσιπ, αλλά αντιμετωπίζει μια σειρά προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης γης για τα εργοστάσια και του νερού – η παραγωγή τσιπ χρειάζεται νερό υψηλής ποιότητας και πολύ νερό.
Επίσης οι εταιρείες τσιπ δεν είναι εντελώς στο έλεος των δασμών. Η απόλυτη εξάρτηση και ζήτηση για τσιπ από μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, όπως η Microsoft, η Apple και η Cisco, θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στον Τραμπ να αντιστρέψει τυχόν εισφορές στον τομέα των τσιπ.
Εν τέλει η επιτυχία ή αποτυχία αυτής της στρατηγικής θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της αμερικανικής βιομηχανίας να καλύψει το κενό που ενδέχεται να αφήσει μια πιο απομονωτική πολιτική, καθώς και από την παγκόσμια ανταπόκριση. Σε έναν τόσο παγκοσμιοποιημένο και διασυνδεδεμένο τομέα, όπως οι ημιαγωγοί, η απομόνωση ίσως αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι, καθώς το παράδειγμα της Ασίας έχει δείξει πως η συνεργασία και όχι ο απομονωτισμός την έφεραν στην σημερινή θέση.
Πηγή BBC, Reuters, AP
Πηγή: thecaller.gr