Πολιτική

Μ.Χριστοδουλάκης: Το ΠΑΣΟΚ δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τα λίγα – Η βάση της παράταξης είναι η δύναμή της, όχι ο φόβος της

Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης με εκτενές κείμενο, που έδωσε στη δημοσιότητα σήμερα το πρωί, παρεμβαίνει στις διεργασίες του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, θέτοντας τα ιδεολογικά -πολιτικά ζητήματα ανασύνθεσης της προοδευτικής παράταξης.

Χωρίς να ανοίξει τα χαρτιά του ο πρώην γραμματέας και νυν βουλευτής του κόμματος δηλώνει την παρουσία του.

Ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και το νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται υπογραμμίζει πως «ο ελληνικός λαός, λοιπόν, μας είπε καθαρά ότι κάτι πρέπει να αλλάξει.

Δεν μας υπέδειξε, όμως, ποιος θα φέρει αυτή την αλλαγή και πώς λείπει ξανά η ελπίδα… Λείπει το όραμα που θα την ξυπνήσει. Όχι απλώς το αφήγημα, αλλά και η αξιοπιστία ότι θα το κάνουμε πράξη.

Για αυτό το όραμα, λοιπόν, έχουμε χρέος να μιλήσουμε ξανά σήμερα. Για το ΠΑΣΟΚ και τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη του 21ου αιώνα.

Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο».

Επισημαίνει ότι η αναγκαιότητα αυτή δυναμώνει, όσο εγκυμονείται ο κίνδυνος ενός νέου πολιτικού εγκλωβισμού για την παράταξη, καθώς δεν κατοχυρώθηκε εκλογικά ο θεσμικός ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και κατ’ επέκταση της προοπτικής μιας πειστικής εναλλακτικής αντιπρότασης διακυβέρνησης του τόπου. «Η 3η θέση του πολιτικού συστήματος, συνδυαστικά με τα χαμηλά ποσοστά της ΝΔ, θα επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο τη μονοθεματικότητα του ερωτήματος “με ποιους θα πάτε;” και “θα αφήσετε τη χώρα ακυβέρνητη;”, ενόψει των εθνικών εκλογών του 2027.

Αυτό, προστίθεται στην αυτονόητη αδυναμία να επαναδιατυπωθεί ως στοχοθεσία μας η 2η θέση, ειδικά σε εθνικές εκλογές που διαμορφώνουν τους συσχετισμούς διακυβέρνησης της χώρας.

Κάτι τέτοιο θα συνοδευόταν από την διπλή παραδοχή ότι το σημερινό -προβληματικό- μίγμα κυβερνητικής πολιτικής θα ανανεωθεί, και ότι η παράταξη δεν διεκδικεί να διαδραματίσει ρόλο σε μία διαφορετική διακυβέρνηση της χώρας, αλλά αποκλειστικά στην αντιπολίτευση αυτής. Και επιπλέον, ακόμα νέα κρίσιμη συγκυρία: η ελληνική ακροδεξιά ακολουθεί πια την τάση της υπόλοιπης Ευρώπης. Επιβάλλοντας να πούμε το αυτονόητο: Ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε, στην Ελλάδα, απέναντι στη δεξιά να βρεθεί η ακροδεξιά!

Έχουμε χρέος να πετύχουμε», υποστηρίζει ο κ. Χριστοδουλάκης.

Επιπλέον τονίζει ότι «η ελληνική κοινωνία έχει, λοιπόν, ανάγκη από μία μεγάλη δημοκρατική παράταξη που φιλοδοξεί τις ιδέες της να τις κάνει πράξη, η οποία είναι μονόδρομος και ο μοναδικός τρόπος για να υπάρξει, είναι μέσα από ένα ισχυρό, ανοιχτό και αναγεννημένο ΠΑΣΟΚ».

«Να βάλουμε ξανά έναν νέο εθνικό στόχο: Να οικοδομήσουμε και πάλι τη νέα εθνική κοινωνική ενότητα», επισημαίνει εξηγώντας αναλυτικά τις προτεραιότητες για την κοινωνική ενότητα με την «ελπίδα μιας μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης να μην είναι τοπίο στην ομίχλη, ούτε αφήγημα επιβίωσης. Είναι ευθύνη για το συλλογικό μας μέλλον και στόχος εφικτός.

Η βάση της παράταξης είναι η δύναμή της, όχι ο φόβος της», όπως τονίζει.

«Με απόλυτο σεβασμό σε όσους έβαλαν το μικρό ή μεγαλύτερο τους λιθαράκι στην ανάταση του χώρου. Με ειλικρίνεια γιατί μόνο όταν κοίταξε ο ένας τον άλλο στα μάτια η παράταξη προχώρησε μπροστά. Χωρίς προαπαιτούμενα και διαπραγματεύσεις οφιτσίων που δεν αφορούν την κοινωνία.

Με το βλέμμα στραμμένο στην ευρυχωρία που θα στρατεύσει ευρύτερες δυνάμεις του προοδευτικού χώρου. Με το βλέμμα στραμμένο σε ένα μεγάλο ΠΑΣΟΚ, μία μεγάλη δημοκρατική παράταξη. Με το βλέμμα στραμμένο μπροστά και ψηλά.

Η αλλαγή που θέλουμε είναι εδώ. Αρκεί πρώτα εμείς να την πιστέψουμε. Αν όχι τώρα, πότε;», καταλήγει ο Μανώλης Χριστοδουλάκης.

Αναλυτικά, ολόκληρο το κείμενό του:

Αυτές τις μέρες συζητάμε πολύ. Βάζουμε στο κάδρο την «επόμενη μέρα», αλλά και την «προηγούμενη». Κινδυνεύουμε, όμως, να το κάνουμε με όρους αποκλειστικά τεχνικούς, διαδικαστικούς, αριθμητικούς, απολίτικους. Λες και δεν πήραμε χαμπάρι τι αλλάζει στην κοινωνία μας, στην χώρα, στην Ευρώπη, σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ακόμα και αν διαβάζουμε τις Ευρωεκλογές μόνο στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής σκηνής, το συμπέρασμα παραμένει το ίδιο: στην Ελλάδα η Κεντροαριστερά και ο προοδευτικός χώρος οπισθοχώρησαν. Όχι μόνο έχασαν την ευκαιρία, αλλά αντιμετωπίζουν πλέον τον ορατό κίνδυνο να υποστούν στρατηγική ήττα. Γιατί πολύ απλά, η ελληνική κοινωνία επέλεξε να στείλει μήνυμα εμφανούς αποδοκιμασίας της υφιστάμενης κυβερνητικής πολιτικής της ΝΔ, μόνο. Και όχι μήνυμα διαμόρφωσης προοπτικά πλειοψηφικών κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων που θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν την υφιστάμενη διακυβέρνηση, με όρους συντεταγμένων προοδευτικών ιδεολογικών αναφορών, και όχι απλώς μέσω συγκυριακών αντιδραστικών σχηματισμών.

Αποδοκίμασε μία κυβέρνηση που έχει καταστήσει εμφανή, πλέον, όλα τα αδιέξοδα και προβλήματα της ασκούμενης πολιτικής της. Επιχαίρει δήθεν για τους ρυθμούς ανάπτυξης, την ώρα που πολιτεύτηκε απεμπολώντας τον αναντικατάστατο ρυθμιστικό ρόλο του κράτους σε μια ρηχή οικονομία, όπου κυριαρχούν λίγα καρτέλ και εμποδίζουν κάθε έννοια ανταγωνισμού. Επιμένει σε μια δημοσιονομική πολιτική μέσω των εμμέσων φόρων, και οδηγεί σε μια τεράστια ανακατανομή εισοδημάτων εις βάρος των πολλών και υπέρ των ολίγων και ισχυρών, από την ενεργειακή κρίση, μέχρι την ακρίβεια που καταλήγει σε αισχροκέρδεια. Υποσχέθηκε αξιοκρατία και διαφάνεια, την ώρα που η εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου κλονίζονται. Γίναμε μάρτυρες στην αναποτελεσματικότητα και την αδιαφάνεια των πελατειακών σχέσεων μέσα από την οικοδόμηση ενός συγκεντρωτικού κράτους, με δυσμενείς συνέπειες στην ασφάλεια, τη μη απονομή δικαιοσύνης, τον χειρισμό των φυσικών καταστροφών. Στην πλήρη κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, του ΕΣΥ, της κοινωνικής κατοικίας. Στην ουσιαστική κρίση του παραγωγικού μας συστήματος, με την επιλεκτική αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και την πολιτική του real estate. Στην αδικία με την οποία προχώρησε την ενεργειακή και την πράσινη μετάβαση. Στην μυστική διπλωματία που αφορά εθνικά θέματα. Στις μισές λύσεις για το δημογραφικό, που δεν απαντούν στους προβληματισμούς των νέων ζευγαριών.

Ο ελληνικός λαός, λοιπόν, μας είπε καθαρά ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Δεν μας υπέδειξε, όμως, ποιος θα φέρει αυτή την αλλαγή.

Οι Ευρωεκλογές έγιναν καθρέφτης μιας νέας εμφατικής πραγματικότητας. Η πλειοψηφία, πλέον, της ελληνικής κοινωνίας, δεν εμπνέεται από την πολιτική και το πολιτικό της προσωπικό. Απέχει, απογοητεύεται, αποστασιοποιείται, μηδενίζει και απαξιώνει οριζόντια. Δεν αντιλαμβάνεται το πολιτικό μας σύστημα ως τον μοχλό παραγωγής πολιτικής που θα ανταποκρίνεται και θα ενσωματώνει τις ανάγκες, τις αγωνίες και τις προσδοκίες του. Και αυτό το πολιτικό σύστημα, τελικά, διαμορφώνει κοινωνίες χαμηλών προσδοκιών και συμβιβασμών, δημιουργεί πολίτες ευάλωτους εκ νέου στην αντιδραστικότητα και τον δήθεν αντισυστημισμό, που εργαλειοποιείται τελικά για να αναπαράγει το υφιστάμενο status quo, ακόμα και αν έχει πλέον την ελάχιστη κοινωνική νομιμοποίηση. Αυτό το πολιτικό σύστημα ζητάει εμπιστοσύνη που δεν εκπέμπει.

Η ροπή στην αντιδραστικότητα αποτελεί πλέον την αναμφισβήτητη πολιτική πραγματικότητα και στην Ευρώπη. Δεν είναι μόνο οι συντριπτικές πολιτικές μεταβολές στη Γαλλία ή τη Γερμανία, αλλά ακόμα περισσότερο, η παγιωμένη πεποίθηση των λαών της Ευρώπης ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν είναι δικό τους κεκτημένο, δεν μπορεί να εντοπίσει ή να διορθώσει τις αιτίες της διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής σε εθνικό επίπεδο. Έρμαια σε μία συντηρητική, φοβική και συγκεντρωτική οικονομική πολιτική, ανύπαρκτο κοινωνικό μέρισμα, περιορισμένη αμοιβαιοποίηση υποχρεώσεων, γεωπολιτική αμφισημία, ενεργειακή ευαλωτότητα και διαχειριστική προσέγγιση της μεταναστευτικής κρίσης. Μία Ευρώπη των επιμέρους διακρατικών διαπραγματεύσεων, και όχι μία συμπαγής και ενοποιημένη πολιτική δομή, η οποία μπροστά στο αναπόφευκτο δίλημμα μεταξύ της όξυνσης του εθνικού απομονωτισμού και της περεταίρω πολιτικής της ομογενοποίησης, σέρνεται εκφυλιστικά στον επικίνδυνο πρώτο δρόμο. Και όλα αυτά, την ώρα που το διεθνές περιβάλλον περιπλέκεται με όρους πολυπολικότητας, με εκφάνσεις περιφερειακής αστάθειας να αυξάνουν το κόστος των εμπορικών δρόμων, και τον ορίζοντα των εκλογών στις ΗΠΑ να μας θέτει προ αυτονόητων νέων προκλήσεων που θα δοκιμάσουν τους αυξημένους βαθμούς εξάρτησης της Ευρώπης από τις παραδοσιακές της συμμαχίες.

Όλα αυτά, λοιπόν, μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει και σε μία εποχή μεταβατική. Μεταβατική για τον συσχετισμό ισχύος στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη. Μεταβατική για τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία, η αυτοματοποίηση, η 4η βιομηχανική επανάσταση, αλλάζουν ριζικά τον κόσμο της οικονομίας, τον χώρο της εργασίας, τον τρόπο οργάνωσης της πολιτείας και των δομών της, σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον εντεινόμενων αλληλοσυσχετίσεων. Ένα περιβάλλον, όπου ακόμα και τα «μη κανονικά» φαινόμενα όπως οι υγειονομικές ή ενεργειακές κρίσεις βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην «κανονικότητα» των επόμενων δεκαετιών.

Σε αυτό το περιβάλλον των προκλήσεων, των κινδύνων και της αστάθειας, περισσεύουν τα αφηγήματα που απέναντι στον φόβο, υπερθεματίζουν για το ελάχιστο και το αυτονόητο, για το στοιχειώδες και όχι για το ιδεατό, για τη σταθερότητα στη στασιμότητα.

Αλλά λείπει ξανά η ελπίδα. Λείπει το όραμα που θα την ξυπνήσει. Όχι απλώς το αφήγημα, αλλά και η αξιοπιστία ότι θα το κάνουμε πράξη.

Για αυτό το όραμα, λοιπόν, έχουμε χρέος να μιλήσουμε ξανά σήμερα. Για το ΠΑΣΟΚ και τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη του 21ου αιώνα.

Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο.

Η αναγκαιότητα αυτή δυναμώνει, όσο εγκυμονείται ο κίνδυνος ενός νέου πολιτικού εγκλωβισμού για την παράταξη. Δεν κατοχυρώθηκε εκλογικά ο θεσμικός ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και κατ’ επέκταση της προοπτικής μιας πειστικής εναλλακτικής αντιπρότασης διακυβέρνησης του τόπου. Η 3η θέση του πολιτικού συστήματος, συνδυαστικά με τα χαμηλά ποσοστά της ΝΔ, θα επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο τη μονοθεματικότητα του ερωτήματος «με ποιους θα πάτε;» και «θα αφήσετε τη χώρα ακυβέρνητη;», ενόψει των εθνικών εκλογών του 2027. Αυτό, προστίθεται στην αυτονόητη αδυναμία να επαναδιατυπωθεί ως στοχοθεσία μας η 2η θέση, ειδικά σε εθνικές εκλογές που διαμορφώνουν τους συσχετισμούς διακυβέρνησης της χώρας. Κάτι τέτοιο θα συνοδευόταν από την διπλή παραδοχή ότι το σημερινό – προβληματικό – μίγμα κυβερνητικής πολιτικής θα ανανεωθεί, και ότι η παράταξη δεν διεκδικεί να διαδραματίσει ρόλο σε μία διαφορετική διακυβέρνηση της χώρας, αλλά αποκλειστικά στην αντιπολίτευση αυτής. Και επιπλέον, ακόμα νέα κρίσιμη συγκυρία: η ελληνική ακροδεξιά ακολουθεί πια την τάση της υπόλοιπης Ευρώπης. Επιβάλλοντας να πούμε το αυτονόητο: Ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε, στην Ελλάδα, απέναντι στη δεξιά να βρεθεί η ακροδεξιά!

Έχουμε χρέος να πετύχουμε.

Και αυτή η προσδοκία της επιτυχίας, μας κάνει να κοιτάμε πίσω στο δικό μας ιστορικό παρελθόν, για να διδαχθούμε, για το πώς μπορούμε να πετύχουμε ξανά. Να θυμηθούμε ότι ο ελληνικός λαός κέρδιζε, και παρά τις δυσκολίες, μόνο όταν ένωνε δυνάμεις. Και αυτό είναι και το ιστορικό φορτίο της δημοκρατικής παράταξης, το ιστορικό φορτίο του ΠΑΣΟΚ. Να αντιλαμβάνεται την άρρηκτη ιστορική της συνέχεια με τις πολιτικές της εκφάνσεις, ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, να διατηρεί το αξιακό της φορτίο, το φορτίο των αρχών και των αναφορών της, αλλά να μην εγκλωβίζει τις ιδέες της στην στείρα αναπαραγωγή συνθημάτων και μηνυμάτων άλλων εποχών, χωρίς αντίκρισμα στη σύγχρονη κοινωνία και τις ανάγκες της.

Η ελληνική κοινωνία έχει, λοιπόν, ανάγκη από μία μεγάλη δημοκρατική παράταξη που φιλοδοξεί τις ιδέες της να τις κάνει πράξη. Που φιλοδοξεί τα προτάγματα της να βρουν εφαρμογή. Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ποτέ κόμμα αντίδρασης, αγανάκτησης ή στείρου αρνητισμού. Γεννήθηκε για να αποτελέσει τον Ριζοσπαστικό Φορέα Αλλαγής που θα υπηρετεί τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Ξέραμε πάντα στα δύσκολα να βγαίνουμε μπροστά για την πατρίδα, να δίνουμε μάχες πολιτικές, να αλλάζουμε τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Και όχι με όρους σύγκρισης διαχειριστικών δυνατοτήτων, αλλά βάζοντας στο επίκεντρο τις ιδεολογικές και πολιτικές μας διαφορές. Δεν θα κυβερνήσουμε απλώς καλύτερα ή αποτελεσματικότερα, θα το κάνουμε με άλλο πρόσημο και άλλες προτεραιότητες.

Αυτή η μεγάλη δημοκρατική παράταξη είναι μονόδρομος. Και ο μόνος τρόπος για να υπάρξει, είναι μέσα από ένα ισχυρό, ανοιχτό και αναγεννημένο ΠΑΣΟΚ. Με αυτοπεποίθηση στις ιδέες του, με όρους συμμετοχικότητας και συμπερίληψης για τα στελέχη του, με γωνίες και αιχμές, με ισχυρό πολιτικό αυτοπροσδιορισμό, απέναντι στον εγκλωβισμό των ίσων αποστάσεων. Για να εμπνεύσουμε ξανά ως δύναμη δικαιοσύνης, ισότητας, ως μοχλός προσδοκίας και ευκαιρίας. Να εγγυηθούμε την αξιοπρέπεια, να γεννήσουμε προοπτική, να αναστηλώσουμε την υπερηφάνεια και να εμπεδώσουμε την ασφάλεια.

Να βάλουμε ξανά έναν νέο κοινωνικό στόχο: Να οικοδομήσουμε και πάλι τη νέα εθνική κοινωνική ενότητα.

Που θα κάνει σαφές ότι εμείς δεν ερχόμαστε για να διχάσουμε, δεν ερχόμαστε για να διαιρέσουμε, αλλά για να συνθέσουμε. Δεν ερχόμαστε για να εξυπηρετήσουμε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες έναντι άλλων, αλλά μία νέα κοινωνική συμφωνία που θα στηρίζει την παραγωγή και τη δίκαιη αναδιανομή, θα εγγυάται την ευημερία για όλους. Δεν ερχόμαστε για να συνεχίσουμε ή να διαχειριστούμε, αλλά για να αλλάξουμε. Δεν δίνουμε διαπιστευτήρια στις κοινωνικές και οικονομικές ελίτ, αλλά λογοδοτούμε στον ελληνικό λαό, ώστε κανείς να μην μείνει πίσω.

Κοινωνική ενότητα με περιεχόμενο, που θα ανταποκρίνεται στις μεγάλες προκλήσεις της πατρίδας μας. Που θα επαναφέρει το πρόταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας, τόσο στην ανάγκη αποκατάστασης της οικονομικής και δημιοσιονομικής μας αυτοδυναμίας, όσο και στην ουσιαστική, αποφασιστική και αποτελεσματική θωράκιση και υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων και δικαιωμάτων, στην οικοδόμηση της εθνικής μας υπερηφάνειας. Ειδικά δεδομένης της σταθερά αναθεωρητικής στρατηγικής της Τουρκίας, που απειλεί ευθέως όχι μόνο τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, αλλά και την κυριαρχία της πατρίδας μας. Ειδικά όταν η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει, αντί μιας συντεταγμένης αποφασιστικής εθνικής στρατηγικής που θα θωρακίζει θεσμικά αλλά και αποτρεπτικά τη χώρα, να κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλί.

Κοινωνική ενότητα στη βάση της αναπροσαρμογής των στόχων για την οικονομική ανάπτυξη, με έμφαση στην ευημερία των πολιτών και όχι στους δείκτες. Που θα εγκαθιδρύει τις αρχές της ανοιχτής οικονομίας, θα θέτει νέες προτεραιότητες για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, μακριά από μονοκαλλιέργειες όπως αυτή του τριτογενούς τομέα και του τουρισμού. Θα αναδεικνύει την τεχνολογική καινοτομία, τις ευκαιρίες για μικρή ή μεγάλη βιομηχανική δραστηριότητα σε τομείς συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, όπως η ναυπηγική, ή ακόμα και η ανασυγκρότηση της αμυντικής μας βιομηχανίας. Θα δίνει έμφαση στην εξωστρέφεια, στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Θα δίνει κίνητρα για συνενώσεις και συνέργειες της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας που θα τις καταστήσει ανθεκτικές και θα διευρύνει τη δυνατότητα πρόσβασης τους σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Θα συνδέει την φορολογική κινητροδότηση με την απασχόληση, με στόχο τις παρεμβάσεις στο μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, χωρίς τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης του ασφαλιστικού συστήματος. Θα εγγυάται συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, απέναντι στα καρτέλ και τα ολιγοπώλια. Θα βασίζεται στην αποκέντρωση, με νέα κίνητρα στέγης και γης, επιδοτώντας την παραγωγή και τη δημιουργική οικονομία, στοχεύοντας στην αυτάρκεια, με όπλο την αναδιάρθρωση των συνεταιριστικών κινημάτων, την οργάνωση σε επιχειρηματική βάση.

Που θα αναδιαμορφώσει την ισορροπία της φορολογικής πολιτικής αλλάζοντας τη σχέση άμεσων και έμμεσων ή οριζόντιων φόρων. Που αντιλαμβάνεται την αυτονόητη αξία της φορολογικής σταθερότητας και προβλεψιμότητας για την οικονομική ανάπτυξη. Που θα θεσμοθετήσει κανόνες και αρχές που θα χαλιναγωγούν τις αγορές, θα σταματούν την εύκολη φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή μέσω υπεράκτιων εταιριών και φορολογικών παραδείσων, με την πολιτική βούληση να συγκρουστεί με ένα αδιαφανές και αδηφάγο τραπεζικό σύστημα, μέσο πλουτισμού και όχι ισόρροπης ανάπτυξης για όλους.

Κοινωνική ενότητα στη βάση μιας νέας αρχιτεκτονικής του κράτους. Που θα στηρίζεται στην πολυεπίπεδη διακυβέρνηση με αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και πόρων στους δύο βαθμούς αυτοδιοίκησης και στην παράλληλη λειτουργία μιας ευέλικτης κεντρικής διοίκησης που θα διαχειρίζεται μόνον τις εθνικού επιπέδου πολιτικές. Μια λειτουργία που θα δίνει έμφαση στην περιφερειακή ανάπτυξη, με βασικό εργαλείο τον δημοκρατικό προγραμματισμό. Που θα κάνει επιτέλους τα γενναία βήματα – όχι μόνο επικοινωνιακά και διαχειριστικά – για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημοσίου, ελαχιστοποιώντας τη γραφειοκρατία και τη φυσική επαφή, με μοντέλα διαλειτουργικότητας που θα αξιοποιούν τα δεδομένα και την αξία της πληροφορίας σήμερα.

Κοινωνική ενότητα που εγγυάται πρωτίστως ένα αίσθημα ασφάλειας στους Έλληνες, αξιοπρέπεια στη ζωή τους. Ένα αίσθημα δικαιοσύνης, δίνοντας μάχη απέναντι στις νέες κοινωνικές ανισότητες, αναγεννώντας τις δομές που προστατεύουν αυτούς που το έχουν περισσότερο ανάγκη, το κοινωνικό κράτος, τη δημόσια υγεία, την εκπαίδευση και την εγγύηση ποιοτικών δημόσιων αγαθών. Που αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες για την ποιότητα της εργασίας, υιοθετώντας μοντέλα εξ αποστάσεως άσκησης της, αλλά με διασφάλιση των εργασιακών όρων και δικαιωμάτων. Όχι με αναχρονιστική συνθηματολογία, αλλά εκσυγχρονίζοντας εποπτικούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς, με τρόπο που θα απαντά στις πραγματικές προκλήσεις και τις ανάγκες της οικογένειας στη σημερινή εποχή. Που οφείλει να αντιλαμβάνεται την εργασία όχι απλώς ως μέσο βιοπορισμού, αλλά και ως πηγή αυτοεκπλήρωσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Που επενδύει στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, στην εκπαίδευση, την κατάρτιση και τις ψηφιακές δεξιότητες, στη δια βίου μάθηση ως εργαλεία επιτυχίας και εξέλιξης σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο εργασίας, που οφείλει πάντα να θέτει ως στόχο την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής, ένα πιο ανθρώπινο και δίκαιο εργασιακό περιβάλλον.

Που θα παραμένει αταλάντευτα προσηλωμένη στις αρχές της ανοιχτής κοινωνίας και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Θα δίνει τη μάχη για τα ατομικά δικαιώματα, με όρους ισότητας και συμπερίληψης. Θα εμπνέει την αλληλεγγύη και τον πλουραλισμό, θα αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα και θα πολεμά κάθε μορφής διακρίσεις, φύλου, φυλής, θρησκείας ή σεξουαλικού προσανατολισμού.

Κοινωνική ενότητα που θα εμπνεύσει ξανά ένα αίσθημα εμπιστοσύνης απέναντι στην πολιτεία και το πολιτικό σύστημα, με αλλαγές για την εμβάθυνση της δημοκρατίας, τη θωράκιση των θεμελιωδών αρχών ανεξαρτησίας των εξουσιών της, με έμφαση στην αυτονομία της δικαιοσύνης, στην ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τα κίνητρα της συμμετοχικής δημοκρατίας. Αλλά και της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης, της ελευθερίας του τύπου, της δυνατότητας πρόσβασης σε αξιόπιστη και αντικειμενική πληροφόρηση, απέναντι στα fake news.

Κοινωνική ενότητα που θα τοποθετεί τη χώρα στην καρδιά μιας νέας προοπτικής για την Ευρώπη. Θέτοντας ως κεντρικό πρόταγμα της ΕΕ την προοπτική της πολιτικής της ομογενοποίησης, με ορίζοντα την αλλαγή του μοντέλου αντιπροσώπευσης της και την ομοσπονδοποίηση της Ένωσης. Πολιτική ομογενοποίηση δεν σημαίνει απώλεια της εθνικής ταυτότητας, αλλά δημιουργία ενός ισχυρού κοινού πλαισίου που σέβεται και ενσωματώνει την πολυμορφία των κρατών-μελών. Με θεσμούς πιο διαφανείς και αντιπροσωπευτικούς, αμεσότερα λογοδοτούντες στους πολίτες. Με κοινές πολιτικές, όχι μόνο σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και οικονομίας, αλλά επιδιώκοντας την κοινοτική εναρμόνιση των κοινωνικών πολιτικών, διασφαλίζοντας την ισότιμη πρόσβαση όλων σε κοινωνικές υπηρεσίες, με κοινές πολιτικές για την υγεία, την παιδεία και την κοινωνική ασφάλιση, ως αναγκαίο μέσο για τη δημιουργία ενός συνεκτικού ευρωπαϊκού κοινωνικού ιστού. Φυσικά, παράλληλα με τις πολιτικές οικονομικής σύγκλισης, με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών και την ενίσχυση της συνοχής.

Κοινωνική ενότητα που θα απαντάει στις μεγάλες προκλήσεις της νέας εποχής. Στην κλιματική κρίση, διασφαλίζοντας τη δίκαιη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα και ανθεκτικότητα, με την αυτονόητη παραδοχή ότι η μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ενεργειακή αποδοτικότητα και την κυκλική οικονομία πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα στήριξης για τους εργαζόμενους και τις κοινότητες που πλήττονται από την απολιγνιτοποίηση και τις αλλαγές στην οικονομική δραστηριότητα. Στις προκλήσεις του αυτοματισμού, της τεχνητής νοημοσύνης και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, σε αυτές της δημογραφικής κρίσης.

Κοινωνική ενότητα με τους ανθρώπους στο επίκεντρο, για τις μικρές αλλαγές που θα δουν στην καθημερινότητα τους και θα ξέρουν ποιος τις έφερε. Θα ξέρουν πως, ό,τι και αν συμβεί, είμαστε η φωνή τους.

Το ΠΑΣΟΚ δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τα λίγα. Ξέρουμε πως όλοι όσοι μας εμπιστεύονται έχουν από εμάς αυξημένες προσδοκίες. Η ελπίδα μιας μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης δεν είναι τοπίο στην ομίχλη, ούτε αφήγημα επιβίωσης. Είναι ευθύνη για το συλλογικό μας μέλλον και στόχος εφικτός.

Η βάση της παράταξης είναι η δύναμη της, όχι ο φόβος της.

Με απόλυτο σεβασμό σε όσους έβαλαν το μικρό ή μεγαλύτερο τους λιθαράκι στην ανάταση του χώρου. Με ειλικρίνεια γιατί μόνο όταν κοίταξε ο ένας τον άλλο στα μάτια η παράταξη προχώρησε μπροστά. Χωρίς προαπαιτούμενα και διαπραγματεύσεις οφιτσίων που δεν αφορούν την κοινωνία. Με το βλέμμα στραμμένο στην ευρυχωρία που θα στρατεύσει ευρύτερες δυνάμεις του προοδευτικού χώρου. Με το βλέμμα στραμμένο σε ένα μεγάλο ΠΑΣΟΚ, μία μεγάλη δημοκρατική παράταξη. Με το βλέμμα στραμμένο μπροστά και ψηλά.

Η αλλαγή που θέλουμε είναι εδώ. Αρκεί πρώτα εμείς να την πιστέψουμε.

Αν όχι τώρα, πότε;

Πηγή: thecaller.gr

Back to top button