Λούκα Κατσέλη: Να συνεργαστούν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ στις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές
Κάλεσμα για συνεργασία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ ενόψει αυτοδιοικητικών εκλογών και ευρωεκλογών έκανε η πρώην υπουργός Οικονομίας, Λούκα Κατσέλη.
Η Λούκα Κατσέλη με άρθρο-παρέμβασή της στην ιστοσελίδα Libre υπογραμμίζει πως «είναι καιρός ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αλλά και άλλες προοδευτικές δυνάμεις να ξεπεράσουν τον κομματικό ανταγωνισμό και τις αδιέξοδες στρατηγικές επικράτησης και ενίσχυσης της κομματικής επιρροής τους και να διερευνήσουν δυνατότητες συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα στη βάση προγραμματικών δεσμεύσεων και συμφωνιών».
Αναλυτικά, στο άρθρο της, η Λούκα Κατσέλη αναφέρει:
Το μέλλον της Κεντροαριστεράς θα εξαρτηθεί από τρείς καθοριστικούς παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι:
Α) Την πρόταξη μιας σύγχρονης προοδευτικής ατζέντας που θα εμπνέει, θα δημιουργεί ασφάλεια και ελπίδα για το αύριο και θα συσπειρώνει μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία,
Β) Τη στήριξη και επικοινωνία αυτής της ατζέντας από ηγεσίες και στελέχη που χαίρουν αξιοπιστίας και πείθουν ότι αυτά που λένε μπορεί να γίνουν πράξη, και
Γ) Τη σύμπραξη προοδευτικών δυνάμεων και την οργάνωση αποτελεσματικών μηχανισμών διασύνδεσης, πολιτικής παρέμβασης και διεκδίκησης σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Οι πηγές και τα αποτελέσματα της πολιτικής κρίσης
Τα εκλογικά αποτελέσματα στις εκλογές της 21ης Μαΐου και στις επαναληπτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 στη χώρα μας επιβεβαίωσαν με δραματικό τρόπο την πολιτική κρίση που υποβόσκει στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες ηπείρους εδώ και πολλά χρόνια και την ανάγκη πρόταξης ενός σύγχρονου προοδευτικού προγράμματος που θα λαμβάνει υπόψη του τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί διεθνώς, αλλά και θα απαντά στους σύγχρονους φόβους και τις αγωνίες ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων.
Οι απότομες μεταβολές και απομειώσεις των ποσοστών παραδοσιακών κομμάτων σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά αποχής και τη σταθερή άνοδο εθνικιστικών, ακροδεξιών ή λαϊκιστικών πολιτικών σχηματισμών αναδεικνύουν την βαθειά κρίση εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος προς το «συστημικό» πολιτικό σύστημα και κυρίως προς τα προοδευτικά κόμματα και τις προοδευτικές Κυβερνήσεις.
Η αμφισβήτηση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων είναι εξηγήσιμη. Η άναρχη παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου τις τελευταίες δεκαετίες και η επικράτηση αρρύθμιστων διεθνών αγορών, χωρίς κανόνες και δημοκρατική εποπτεία, έχουν συντελέσει στην ανάδειξη ενός «κορπορατιστικού διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος».
Όλο και περισσότερες αποφάσεις παίρνονται από λίγους ισχυρούς πολυεθνικούς ομίλους που συνδέονται μεταξύ τους, δρουν ολιγοπωλιακά και επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων κυβερνήσεων και διεθνών Οργανισμών. Οι πολυεθνικοί αυτοί όμιλοι -147 εκ των οποίων ελέγχουν πάνω από το 40% του ιδιωτικού πλούτου παγκοσμίως- δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην ψηφιακή τεχνολογία, στην φαρμακοβιομηχανία, στην ενέργεια κ.α., αλλά δεν συμμετέχουν στους διακυβερνητικούς μεταπολεμικούς Οργανισμούς του ΟΗΕ. Ξοδεύουν εκατομμύρια σε lobbying, αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες για συνεχή επέκταση των δραστηριοτήτων τους και επηρεάζουν όλο και περισσότερο, μέσω κοινωνικών δικτύων, την καταναλωτική συμπεριφορά, τα πολιτισμικά και κοινωνικά πρότυπα, τις προσλαμβάνουσες αντιλήψεις ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων για την πολιτική, την οικονομία και τις προσδοκίες τους για το αύριο.
Η μεγάλη επιρροή και ισχύς που έχουν αποκτήσει εξω-θεσμικά οικονομικά δίκτυα ισχύος στη διαχείριση της ενημέρωσης και των πηγών πληροφόρησης, στη διαμόρφωση μέτρων πολιτικής αλλά και καταναλωτικών συνηθειών έχουν αποδυναμώσει την αξιοπιστία και αποτελεσματική λειτουργία του εθνικού κράτους και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η πολιτική κρίση έχει ενταθεί ακόμα περισσότερο μετά τις απανωτές παγκόσμιες κρίσεις -χρηματοπιστωτική, γεωπολιτική, προσφυγική, υγειονομική, κλιματική, επισιτιστική, ενεργειακή-, που έχουν συντελέσει στην επικράτηση φόβου και εκτεταμένης ανασφάλειας.
Οι Κυβερνήσεις εμφανίζονται αδύναμες να προλαβαίνουν κρίσεις, να εξασφαλίζουν την ανθρώπινη ασφάλεια ή να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις διερευνώμενες ανισότητες και την υποβάθμιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης για εκατομμύρια πολίτες. Ταυτόχρονα, η επικράτηση μιας «εικονιστικής δημοκρατίας» μέσα από τη χρήση κοινωνικών δικτύων ενημέρωσης έχει συμβάλει στην αποδυνάμωση παραδοσιακών μορφών κοινωνικής οργάνωσης και δικτύωσης, χωρίς αυτές να έχουν αντικατασταθεί από άλλους αποτελεσματικούς θεσμούς συμμετοχής, συλλογικής δράσης και διεκδίκησης.
Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών, ολοένα και περισσότεροι πολίτες θεωρούν τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα ανώφελη. Θέλγονται αντίθετα απο όποιο κομματικό σχηματισμό φαίνεται να προσφέρει επίπλαστη σταθερότητα, προστασία και ασφάλεια, πυροδοτώντας την ανάδειξη αυταρχικών Κυβερνήσεων (βλ., μεταξύ άλλων, Ουγγαρία και Πολωνία) ή/και τη χρήση αντιδημοκρατικών κυβερνητικών πρακτικών.
Τα πρόσφατα παραδείγματα στην Ελλάδα (παρακολουθήσεις, λίστα Πέτσα, παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη κ.λπ.) όσο και σε ευρωπαϊκά κράτη (βλ. Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.) είναι ενδεικτικά.
Η χρήση αντιδημοκρατικών πρακτικών, αδιανόητη πριν μερικά χρόνια, γίνεται ολοένα και περισσότερο αποδεκτή από συντηρητικά ή/και λαϊκά ακροατήρια που αναζητούν ασφάλεια και προστασία.
Δεδομένης της επικράτησης ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων στην παγκόσμια οικονομία, που διαθέτουν διαπραγματευτική ισχύ έναντι Κυβερνήσεων και διακρατικών Οργανισμών, νομιμοποιείται στα μάτια πολλών η χρήση παρεμβατικών εξουσιών του κράτους από συντηρητικές και δεξιές κυβερνήσεις ακόμα και με αντιδημοκρατικά μέσα (Δελής, 2020).
Με την προϊούσα αποδόμηση του νεοφιλελευθερισμού ως αποτέλεσμα τόσο της συγκέντρωσης πρωτόγνωρης ισχύος σε λίγους εξωθεσμικούς επιχειρηματικούς ομίλους όσο και της αναγκαστικής χρήσης των εξουσιών του κράτους για την αντιμετώπιση των αλλεπάλληλων κρίσεων, η επέκταση της πολιτικής επιρροής δεξιών κυβερνήσεων και κομμάτων στα κεντρώα μεσοαστικά στρώματα αποτελεί λογικό επακόλουθο.
Για να διασωθεί η Δεξιά από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που επέφερε ο άκρατος φιλελευθερισμός των αγορών, αγκάλιασε το Κέντρο, προσφέροντας βραχυπρόθεσμη προστασία και ασφάλεια σε τρομοκρατημένους πολίτες.
Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, αντίθετα, αποδείχθηκαν ανέτοιμα να αντιδράσουν έγκαιρα στις διεθνείς εξελίξεις, ενώ σε πολλές περιπτώσεις (βλ. κατάργηση του Glass-Steagall Act το 1999 από τον Πρόεδρο Clinton, πολιτικές Blair στο Ην. Βασίλειο κ.α.) συνέβαλαν στην εδραίωση μιας αρρύθμιστης και δημοκρατικά ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Σήμερα διακατέχονται από ιδεολογική αμηχανία.
Ως κόμματα της προόδου, της αλληλεγγύης, της συμπερίληψης, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της πολυπολιτισμικότητας, εμφανίζονται αμήχανα να διαχειριστούν προβλήματα όπως η εγκληματικότητα, η μαζική εισροή μεταναστών και προσφύγων ή /και να προτάξουν την ανάγκη προάσπισης εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και προστασίας της οικογένειας, της έμφυλης ταυτότητας, των παραδοσιακών ηθών και εθίμων της κάθε κοινωνίας που αποτελούν θεσμούς ασφάλειας και συνοχής, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Εκχωρούν με αυτό τον τρόπο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο στην Κεντροδεξιά, που παρουσιάζεται ως η εγγυήτρια δύναμη ασφάλειας και σταθερότητας.
Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και ικανότητας σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών κομμάτων να παράξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα έχει τέλος ενισχυθεί απο την σταδιακή μείωση των βαθμών ελευθερίας του εθνικού κράτους στη νέα τάξη πραγμάτων και από την κατάρρευση της ουτοπίας της κρατικής αποτελεσματικότητας, μέσω διαρκούς ενίσχυσης των παρεμβατικών εξουσιών του.
Προοδευτική ατζέντα: αναγκαίος ένας νέος οδικός χάρτης για το αύριο
Για να επανακτηθεί η εμπιστοσύνη στην Κεντροαριστερά, οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να επανασυνδεθούν με λαϊκά και μεσαία κοινωνικά στρώματα και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και να παράξουν ορατά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των πηγών της πολιτικής αποξένωσης που προαναφέρθηκαν.
Μια σύγχρονη προοδευτική ατζέντα επομένως δεν μπορεί να περιορισθεί στις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές Δεξιάς- Αριστεράς και σε επιλογές που αφορούν μονοδιάστατα τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τις αναδιανεμητικές πολιτικές και τον βαθμό παρέμβασης του κράτους στη λειτουργία της οικονομίας. Αν θέλει να καταστεί επίκαιρη θα πρέπει να αποταθεί και να απαντήσει σε σύγχρονες προκλήσεις που σχεδόν όλες αφορούν στην ανάγκη προάσπισης της ασφάλειας αλλά και βελτίωσης της διαγενεακής και βιώσιμης ευημερίας του κοινωνικού συνόλου.
Η ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας αποτελεί προϋπόθεση της οικονομικής ασφάλειας. Η προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που πηγάζουν από το διεθνές δίκαιο αποτελεί προτεραιότητα για την εθνική ασφάλεια της χώρας.
Η στήριξη και προστασία της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στη στέγη ή στην ισότιμη πρόσβαση όλων σε ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας και παιδείας αποτελούν πυλώνες που κατοχυρώνουν την ανθρώπινη ασφάλεια.
Η δημογραφική γήρανση επιβάλλει την πρόταξη πολιτικών και μέτρων στήριξης της τρίτης και τέταρτης ηλικίας αλλά και της οικογένειας.
Η κλιματική κρίση αναδεικνύει την ανάγκη σχεδιασμού αποτελεσματικών μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος αλλά και μιας μακροπρόθεσμης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής και διαχείρισης υδάτινων πόρων, συμβατής με την παραγωγική ανασυγκρότηση και την αναπτυξιακή πολιτική.
Τέλος, η νέα ατζέντα της Κεντροαριστεράς πρέπει να τολμήσει να επιβάλει όρια στην ανεξέλεγκτη τεχνοκρατία, να συνθέσει αντιτιθέμενα πολιτισμικά δικαιώματα και να περιφρουρήσει την φέρουσα ικανότητα προσαρμογής κάθε τοπικής κοινωνίας σε πολιτισμικούς κλυδωνισμούς που αφορούν είτε την ανεξέλεγκτη είσοδο μεταναστών είτε τη διατάραξη παραδοσιακών αξιών και μορφών κοινωνικής οργάνωσης.
Η νέα ατζέντα της Κεντροαριστεράς, η ονομαζόμενη από αναλυτές και Ατζέντα 2030++ (Κατσέλη, 2020 και ICSE, 2018), είναι συμβατή με το πλαίσιο των δεσμεύσεων των κρατών-μελών της ΕΕ να εφαρμόσουν έως το 2030 τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης που υιοθετήθηκαν από 193 χώρες στο πλαίσιο του ΟΗΕ το 2015.
Η ενδυνάμωση της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων, η υλοποίηση ενός συνεκτικού προγράμματος βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης, η ενίσχυση της εποπτείας στη λειτουργία των αγορών, η προάσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, η διασφάλιση της οικολογικής προστασίας και κοινωνικής κινητικότητας και ασφάλειας, η σύνθεση αντιτιθέμενων πολιτισμικών δικαιωμάτων και η ενίσχυση της δημοκρατίας αφορούν όχι μόνο την προάσπιση δικαιωμάτων αλλά και την ανάληψη ευθυνών. Αποτελούν φιλόδοξους στόχους που οφείλουν οι προοδευτικές δυνάμεις να εξειδικεύσουν, να επεξεργαστούν και να παρουσιάσουν τα αναγκαία βήματα και μέτρα για την υλοποίησή τους.
Ηγεσίες, συμπράξεις και οργάνωση
Η πρόταξη μιας σύγχρονης προοδευτικής ατζέντας αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την επανάκτηση εμπιστοσύνης στην Κεντροαριστερά.
Η πρώτη δυσκολία έγκειται στην αναγκαία σύνθεση απόψεων. Όσο ένα Πρόγραμμα είναι γενικόλογο, οι διαφορές μεταξύ στελεχών ξεπερνιούνται. Όσο γίνεται συγκεκριμένο, οι διαφορές γίνονται ορατές και η σύνθεση πολύ πιο δύσκολη.
Ιδιαίτερα σ’ ένα προοδευτικό ή αριστερό κόμμα που ο καθένας εκφράζεται ελεύθερα, ο κίνδυνος πολυφωνίας, ιδιαίτερα όταν εκδηλώνεται δημοσίως, είναι οξυμένος και μπορεί να υπονομεύσει την όλη προσπάθεια. O ρόλος της ηγεσίας στην αποτελεσματική σύνθεση και όχι εξισορρόπηση απόψεων είναι καθοριστικός. Η συγκρότηση Επιτροπών που θα εισηγούνται στα όργανα του κόμματος συγκεκριμένες θέσεις και εξειδικευμένα μέτρα πολιτικής σε επιμέρους ευαίσθητους τομείς μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη.
Η δεύτερη πρόκληση έγκειται στους όρους διεύρυνσης και λειτουργίας με κριτήρια πολιτικά και όχι προσωποκεντρικά.
Η επάνοδος της Κεντροαριστεράς στην εξουσία κάτω από τις σημερινές συνθήκες επιβάλλει τη σφυρηλάτηση συνεργασιών και συμπράξεων με άλλες προοδευτικές δυνάμεις.
Η ανάγκη συγκρότησης ενός αρραγούς μετώπου προοδευτικών δυνάμεων είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας.
Ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών αλλά και των Ευρωεκλογών τον Ιούνιο 2024 αλλά και εκλογικών αναμετρήσεων στα συνδικάτα, στα επιμελητήρια, στις επαγγελματικές ενώσεις, είναι καιρός ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αλλά και άλλες προοδευτικές δυνάμεις να ξεπεράσουν τον κομματικό ανταγωνισμό και τις αδιέξοδες στρατηγικές επικράτησης και ενίσχυσης της κομματικής επιρροής τους και να διερευνήσουν δυνατότητες συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα στη βάση προγραμματικών δεσμεύσεων και συμφωνιών.
Ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε να το πετύχει μέσω της στρατηγικής της απλής αναλογικής. Το εγχείρημα απέτυχε, ίσως γιατί επιχειρήθηκε την τελευταία στιγμή, κάτω απο αντίξοες συνθήκες.
Σήμερα, όπου έχει γίνει ορατή, μετά τις εκλογές, η καταγραφή των κομματικών δυνάμεων και η στάση του εκλογικού σώματος, αποτελεί επιτακτική ανάγκη η έναρξη πολιτικού διαλόγου μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων με στόχο την σύμπραξή τους ώστε να μπορέσουν να υλοποιήσουν μια σύγχρονη προοδευτική ατζέντα. Από την βούλησή τους να προωθήσουν μια τέτοια σύμπραξη θα κριθούν όχι μόνο οι ηγεσίες των κομμάτων αλλά κυρίως το μέλλον της χώρας.
Πηγή: thecaller.gr