Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη: Επικίνδυνη η μη ικανοποιητική ρύθμιση- Ποιοι πρέπει να ελεγχθούν προληπτικά
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί ένα χρονίως εξελισσόμενο μεταβολικό νόσημα με πολυπαραγοντικό υπόστρωμα που χαρακτηρίζεται από υψηλό σάκχαρο στο αίμα, αντίσταση στην ινσουλίνη και έλλειψη ινσουλίνης.
Ταξινομείται αιτιολογικά σε 4 κατηγορίες, αλλά δύο είναι οι συχνότερες μορφές του:
Ο ΣΔ τύπου 1, όπου δεν παράγεται ινσουλίνη λόγω αυτοάνοσης καταστροφής των β-κυττάρων του παγκρέατος. Εμφανίζεται συχνότερα σε παιδιά και νέους ενήλικες.
Ο ΣΔ τύπου 2, όπου υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη και σχετική έλλειψή της. Κύρια αιτία του αποτελεί η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή. Αποτελεί τη συχνότερη μορφή ΣΔ και εμφανίζεται κυρίως σε ενήλικες.
Επιπλοκές
Η μη ικανοποιητική ρύθμιση του ΣΔ οδηγεί σε μακροχρόνιες επιπλοκές (με σοβαρότερες αυτές από το καρδιαγγειακό) οι οποίες είναι:
H διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια που δύναται να οδηγήσει σε τύφλωση
H διαβητική νεφροπάθεια που δύναται να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια και αιμοκά θαρση
Η περιφερική αγγειοπάθεια και νευροπάθεια που δύναται να οδηγήσουν σε έλκη – λοιμώξεις στα κάτω άκρα (διαβητικό πόδι) και σε ακρωτηριασμό
Καρδιαγγειακά συμβάματα, όπως οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια και ισχαιμικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Κάποιος πρέπει να ελεγχθεί προληπτικά για διαβήτη, εάν:
1. Είναι άτομο υπέρβαρο ή παχύσαρκο (ΔΜΣ ≥25 kg/m2) και αν επιπρόσθετα έχει έναν τουλάχιστον από τους παρακάτω παράγοντες: Οικογενειακό ιστορικό ΣΔ σε συγγενείς 1ου βαθμού (γονείς, αδέλφια, παιδιά) Ιστορικό υπέρτασης ή καρδιαγγειακής νόσου Ιστορικό δυσλιπιδαιμίας (υψηλά τριγλυκερίδια [>250 mg/dL], χαμηλή HDL <35 mg/dL])
Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Καταστάσεις που σχετίζονται με αντίσταση στην ινσουλίνη (π.χ. μελανίζουσα ακάνθωση)
2. Έχει ιστορικό προδιαβήτη
3. Έχει ιστορικό Σακχαρώδη διαβήτη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
4. Είναι άνω των 45 ετών
5. Έχει λοίμωξη από HIV
Εάν τα αποτελέσματα του προσυμπτωματικού
ελέγχου είναι φυσιολογικά, θα πρέπει να επαναλαμβάνονται τουλάχιστον ανά 3ετία, με πιθανό πιο συχνό έλεγχο, ανάλογα με τα αρχικά ευρήματα και τους παράγοντες κινδύνου.
Πηγή: Ομάδα Εργασίας για την Καρδιά και το Διαβήτη της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία
Πηγή: thecaller.gr