Πολιτική

Κ. Χατζηδάκης: Σοβαρό και μετρημένο το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα – Δεν θα λερώσουμε το όνομά μας με λαϊκιστικές πολιτικές

«Είναι ένα πρόγραμμα σοβαρό, μετρημένο το οποίο από τη μια πετυχαίνει να έχουμε μικρά ελλείμματα, λογικά πρωτογενή πλεονάσματα και από την άλλη σημαντικότατη μείωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, μας επιτρέπει να έχουμε αύξηση των μισθών που υποσχεθήκαμε, μείωση της ανεργίας, σημαντικότατη αύξηση των αμυντικών δαπανών, στήριξη του κοινωνικού κράτους και αύξηση του εισοδήματος».

Αυτό τόνισε χαρακτηριστικά ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης, ενημερώνοντας στη κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών, Οικονομικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής, σχετικά με το « Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028», ενόψει της κατάθεσης του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή».

Όπως είπε ο κ. Χατζηδάκης, «στόχος της κυβέρνησης μέσα από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα είναι να συνεχίσει μια πολιτική που θα ανεβάσει την Ελλάδα αρκετά σκαλιά ψηλότερα», απορρίπτοντας κατηγορηματικά λαϊκίστικες πολιτικές το κόστος των οποίων θα πληρώσει ο ελληνικός λαός.

«Δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε στους εαυτούς μας, δεν πρόκειται να λερώσουμε το όνομα μας, ούτε εμείς στο υπουργείο Οικονομικών, ούτε, πολύ περισσότερο, ο πρωθυπουργός, για να κάνουμε πρόσκαιρες, λαϊκίστικες πολιτικές των οποίων το κόστος στη συνέχεια θα κληθούμε να πληρώσουμε ασφαλώς και εμείς, αλλά κυρίως ο ελληνικός λαός. Θαύματα δεν υποσχόμαστε, είναι μετρημένα αυτά που υποσχόμαστε.

Με το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, η κυβέρνηση επιδιώκει να συνεχίσει μια πολιτική η οποία θα ανεβάσει την Ελλάδα αρκετά σκαλιά ψηλότερα, συνδυάζοντας την δημοσιονομική σταθερότητα, με μια φιλοεπενδυτική προσέγγιση, η οποία θα ωθήσει την ανάπτυξη περισσότερο αλλά ταυτόχρονα, θα βοηθήσει να υπάρχουν χαμηλότερα επίπεδα δημοσίου χρέους η οποία θα είναι θετική για τους έλληνες πολίτες», υπογράμμισε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας.

Ο κ. Χατζηδάκης έκανε λόγο για «ένα νέο πλαίσιο που έχει ειδική μεταχείριση αμυντικών δαπανών, που αποτελούσε αίτημα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων πρόνοιες για προστασία των επενδύσεων και σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους, ώστε να μην υπονομεύεται η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή και μεγαλύτερες ευελιξίες σε ότι αφορά την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο».

Έμφαση έδωσε σε έναν σημαντικό νέο κανόνα, όπως το χαρακτήρισε, που είναι η «αντικυκλική πολιτική».

«Αυτό σημαίνει ότι το όριο δαπανών διαμορφώνεται βάσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και παραμένει σταθερό, τόσο σε περιόδους ανάκαμψης όσο και σε περιόδους επιβράδυνσης και ύφεσης της οικονομίας.

Με απλά λόγια, επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση και τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να διατηρούν σταθερές τις δαπάνες, ακόμα και σε περιόδους που η οικονομία δεν πηγαίνει καλά. Αν η οικονομία δηλαδή υπεραποδίδει δεν θα μπορούμε να ξεπερνούμε το όριο των δαπανών που είναι μέσα στο Πρόγραμμα, αν όμως η οικονομία δεν αποδίδει όπως συνέβαινε σε ακραία μορφή την περασμένη 10ετία, τότε δεν θα τιμωρούμαστε για αυτό ούτε θα τιμωρούνται οι έλληνες φορολογούμενοι με περαιτέρω περιοριστικές πολιτικές αλλά θα χρησιμοποιείται το απόθεμα το οποίο θα έχει δημιουργηθεί, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες εκείνης της περιόδου», διευκρίνισε.

Έμφαση έδωσε στην αύξηση των δαπανών κατά 3,3% ανά έτος κατά μέσο όρο και προβλέπονται ότι θα είναι υψηλότερες κατά περίπου 13,8 δις ευρώ σε σχέση με φέτος, λέγοντας χαρακτηριστικά.

«Με βασικό μας επιχείρημα την υπεραπόδοση του προϋπολογισμού του 2024, πετύχαμε το ποσό αυτό να είναι αυξημένο κατά 4 δις ευρώ περίπου σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της ΕΕ.

Ειδικότερα, οι δαπάνες το 2025 θα είναι κατά 700 εκ ευρώ υψηλότερες και θα είναι περίπου ένα δις ευρώ το 2026 και κάθε επόμενο έτος. Η αύξηση αυτή συνεπάγεται επιπλέον καθαρές πρωτογενείς δαπάνες ετησίως, περίπου 3,7 δις ευρώ για το 2025 και το 2026 και 3,2 δις το 2027 και το 2028. Δηλαδή στο τέλος της τετραετίας οι δαπάνες θα είναι υψηλότερες κατά περίπου 13,8 δις ευρώ σε σχέση με φέτος».

Αναλύοντας στο πως θα κατανεμηθούν αυτές, ανέφερε ότι «το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης κατευθύνεται σε λειτουργικές δαπάνες, μεταξύ των οποίων αύξηση των δαπανών με έμφαση την υγεία και στην παιδεία, στις συντάξεις, στην αύξηση των αποδοχών και κάλυψη των δαπανών για νέες συντάξεις και στα εξοπλιστικά προγράμματα. Αυτά είναι χονδρικά 1 δις σε κάθε τομέα και θα απομένει ένα ποσό της τάξεως του 1 δις ετησίως για κάλυψη των άλλων αναγκών».

Ο κ. Χατζηδάκης προέταξε «δύο βασικές προτεραιότητες για τις οποίες η χώρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεφύγει, που είναι η Εθνική ‘Αμυνα και οι συντάξεις.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε επίσης στο πρωτογενές πλεόνασμα, τονίζοντας ότι «η χώρα φέτος θα πετύχει 2,4% έναντι προβλέψεως 2,1%»

«Αυτό το κατάφερε για δύο λόγους. Λόγω της ανάπτυξης και λόγω της επιτυχίας που έχουμε στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Και λόγω αυτού του πλεονάσματος και της θετικής επίδρασης που έχει στα δημοσιονομικά κατορθώσαμε και πείσαμε ΕΕ να έχουμε περαιτέρω δυνατότητα για αύξηση των δαπανών σε σχέση με αυτά που πρότεινε», σημείωσε.

Ο κ. Χατζηδάκης χαρακτήρισε τους νέους κανόνες, «πιο διευκολυντικούς για την Ελλάδα στην επίτευξη των επιδιώξεων της».

Αισιόδοξος εμφανίστηκε για τη μείωση του συνολικού δημόσιου ελλείμματος της χώρας, επισημαίνοντας ότι «θα παραμείνει για όλη την 4ετία κοντά στο 1% του ΑΕΠ» ενώ απέρριψε κατηγορηματικά «αστόχαστη, επιπόλαια ή λαïκίστικη πολιτική που θα οδηγούσε σε υπερβολικό έλλειμμα».

«Το ελληνικό δημόσιο έλλειμμα είναι αρκετά κάτω από το όριο του 3% που προβλέπει το Σύμφωνο. Η επίδοση αποτελεί στοιχείο νοικοκυριού. Και στέλνει μήνυμα εμπιστοσύνης στις αγορές και τους επενδυτές. Επιτυγχάνεται δε, σε μία περίοδο που επτά χώρες της ΕΕ μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η Γαλλία και το Βέλγιο, βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα – μετά τη δραματική εμπειρία της προηγούμενης 10ετίας- έμπαινε και πάλι, λόγω μιας αστόχαστης επιπόλαιας ή λαïκίστικης πολιτικής σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Τι θα σήμαινε για την Ελλάδα αυτή η εξέλιξη; Και τι μήνυμα θα έστελνε η κυβέρνηση αν επέτρεπε να συμβεί αυτό στους έλληνες πολίτες που επί χρόνια τώρα υποβάλλονται σε θυσίες για να φτιαχτούν τα δημόσια οικονομικά και να προχωρήσει η Ελλάδα σε μια άλλη εποχή. Νομίζω θα ήμασταν κατώτεροι των περιστάσεων για να πω κάτι πολύ ήπιο. Και είναι κάτι που δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε στους εαυτούς μας, δεν πρόκειται να λερώσουμε το όνομα μας, ούτε εμείς στο υπουργείο Οικονομικών ούτε πολύ περισσότερο ο πρωθυπουργός, για να κάνουμε πρόσκαιρες, λαϊκίστικες πολιτικές των οποίων το κόστος στη συνέχεια θα κληθούμε να πληρώσουμε ασφαλώς και εμείς αλλά κυρίως ο ελληνικός λαός», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χατζηδάκης.

Στη συνέχεια μίλησε για την επιτυχία της χώρας «να δανείζεται ακόμα και για τα πενταετή ομόλογα, φθηνότερα σε σχέση και με τη Γαλλία». «Αυτό δεν έτυχε, πέτυχε. Και είναι αποτέλεσμα κάποιων πολιτικών που κάποιοι μπορεί να τις υποτιμούν, αλλά εξασφαλίζουν εκατοντάδες εκ. ευρώ όφελος κάθε χρόνο στους έλληνες. Μόνο λόγω της επενδυτικής βαθμίδας, για όσα δανειστήκαμε το 2024, θα πληρώσουν οι έλληνες φορολογούμενοι λιγότερα 800 εκ ευρώ σε βάθος 10ετίας», είπε.

Έμφαση έδωσε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας για το δημόσιος χρέος ως προς το ΑΕΠ, εκτιμώντας ότι «αναμένεται να μειωθεί κατά 20% ποσοστιαίες μονάδες». «Είχε φτάσει κάποια στιγμή 207% επί του ΑΕΠ. Το 2024 αναμένεται να κλείσει στο 153,7% και το 2028, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, θα περιοριστεί στο 133,4% του ΑΕΠ. Η μείωση αυτή είναι πολύ σημαντική και είναι η μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ. Το 2028 η Ελλάδα δεν θα είναι πια η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ. Και επαναλαμβάνω σήμερα εδώ ότι, έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα μέχρι τέλος του έτους θα προβεί σε πρόωρη αποπληρωμή μέρος του δημόσιου χρέους γιατί μπορούμε να το κάνουμε ύψους 7,9 δις ευρώ. Και αυτό είναι μήνυμα εμπιστοσύνης και θετικής πορείας της ελληνικής οικονομίας» , υπογράμμισε.

Αποκωδικοποιώντας τα οφέλη του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου τα οποία όπως είπε θα πιστοποιηθούν και από το ΕΚΟΦΙΝ, ο κ. Χατζηδάκης ανέφερε μεταξύ άλλων ότι:

Θα έχουμε μία πολύ σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους. Από το 207% που ανεβήκαμε το 2020-2021 θα έχουμε κατέβει στο 133,4% και δεν θα είμαστε η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ, μετά από πολλά -πολλά χρόνια ακόμα και πριν την κρίση.

Θα έχουμε μία πολύ σημαντική συγκράτηση του ελλείμματος πολύ κάτω από το όριο που θέτουν οι συνθήκες στέλνοντας ένα μήνυμα σοβαρής δημοσιονομικής διαχείρισης και νοικοκυροσύνης.

Τα πρωτογενή μας πλεονάσματα θα είναι αυτά που έχουμε και φέτος που μπορούμε πια να τα πετυχαίνουμε.

Θα υπάρχει διαρκής αύξηση του ΑΕΠ, το ονομαστικό θα ανέβει από 232 δις το 2024 σε 272 δις το 2028 αλλά και το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξάνεται με όρους πολύ θετικούς στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και της ΕΕ.

«Ήδη ήμαστε δεύτεροι στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 σε ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος να συγκλίνουμε, μετά την μεγάλη μαχαιριά που υπέστη η χώρα την περίοδο της κρίσης, όπου χάσαμε πάνω από το ¼ του κατά κεφαλήν εισοδήματος», σημείωσε ο κ. Χατζηδάκης.

Ο κ. Χατζηδάκης επέμεινε ότι «η ΝΔ θα τηρήσει στο ακέραιο τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, προσηλωμένη απολύτως στο πρόγραμμα της». «Θα συνεχιστούν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις σε τομείς, οι οποίες περιγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο, όπως το δημογραφικό, το στεγαστικό η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης, η υγεία με προσλήψεις μόνιμου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και αναβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων, η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, τα μη κρατικά πανεπιστήμια που θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, η στήριξη στους νέους αγρότες, η στόχευση κοινωνικών επιδομάτων», τόνισε.

Παράλληλα, έδωσε έμφαση «στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, η οποία θα μας επιτρέψει να ρίξουμε περαιτέρω τους φόρους». «Όσο μεγαλύτερη επιτυχία έχουμε στο μέτρο της φυροδιαφυγής τόσο περισσότερο θα μπορέσουμε να ρίξουμε τους φόρους. Όσο δεν πετυχαίνουμε στο μέτωπο της φοροδιαφυγής τόσο δεν θα μπορούμε να ρίχνουμε και τους φόρους», σημείωσε.

«Είναι ένα πρόγραμμα σοβαρό, μετρημένο το οποίο από τη μια πετυχαίνει να έχουμε μικρά ελλείμματα, λογικά πρωτογενή πλεονάσματα και από την άλλη σημαντικότατη μείωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα μας επιτρέπει να έχουμε αύξηση των μισθών που υποσχεθήκαμε, τη μείωση της ανεργίας, σημαντικότατη αύξηση των αμυντικών δαπανών, στήριξη του κοινωνικού κράτους και αύξηση του εισοδήματος.

Θαύματα δεν υποσχόμαστε, είναι μετρημένα αυτά που υποσχόμαστε. Αν νομίζετε ότι λέμε πράγματα τα οποία δεν στέκονται αλλά θα εγκριθούν από την ΕΕ και τις υπόλοιπες 26 χώρες της ΕΕ τότε νομίζω θα παραδεχτείτε ότι μπορεί μεν να μην είμαστε καλά στα οικονομικά αλλά κατορθώνουμε να συνωμοτεί το σύμπαν υπέρ μας και να εκφράζεται με πολύ θετικό τρόπο για την κυβέρνηση και την οικονομία της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι μάγοι και ταχυδακτυλουργοί δεν είμαστε αλλα προσπαθούμε να είμαστε σοβαροί, υπεύθυνοι, αποτελεσματικοί και να κάνουμε αυτά που υποσχεθήκαμε», κατέληξε ο κ. Χατζηδάκης.

Από την πλευρά του, ο Υφυπουργός Οικονομικών, Θανάσης Πετραλιάς, έκανε λόγο για μία «συνετή δημοσιονομική πολιτική» τονίζοντας ότι ποτέ ξανά η χώρα δεν πρέπει να επιστρέψει σε πολιτικές που δημιουργούν ελλείμματα.

«Με το νέο Μεσοπρόθεσμο σχέδιο πρέπει να πετύχομε τους στόχους και κανείς δεν θα επιτρέψει να τους ξαναχάσουμε και να μπει η χώρα σε περιπέτειες», τόνισε ο κ. Πετραλιάς .

Έμφαση έδωσε κυρίως: στην «επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για να αρθούν οι ακαμψίες στις αγορές προϊόντων και αγαθών, ώστε να βλέπουμε αποκλιμάκωση των τιμών πιο γρήγορα», και «στην ενίσχυση των εξαγωγών διότι υπάρχουν ανισορροπίες και πρέπει να προσέξουμε το εμπορικό ισοζύγιο όσο γίνεται περισσότερο», όπως είπε.

Ο σύμβουλος στη Διεύθυνση Οικονομικής ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Χονδρογιάννης, χαρακτήρισε ορθή την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής και εφικτούς τους στόχους που έχουν τεθεί στο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα.

Πάντως, αναγνώρισε ότι «ο πληθωρισμός όπως φαίνεται παραμένει σε υψηλά επίπεδα» ενώ εκτίμησε ότι «το διαρθρωτικό πλεόνασμα θα είναι λίγο λιγότερο από τις προβλέψεις», πρότεινε «μία βελτιωμένη στόχευση των κοινωνικών παροχών» ενώ επέστησε την προσοχή σε κινδύνους που μπορεί να υπάρξουν από ενδεχόμενες γεωπολιτικές αναταράξεις.

Όπως είπε ο κ. Χονδρογιάννης «συνετή δημοσιονομική πολιτική πρέπει να είναι η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η διατήρηση σημαντικών πλεονασμάτων, η προσήλωση στην τήρηση του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου, η αξιόπιστη αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ, η δημιουργία αποθεμάτων , η προσήλωση στο μεταρρυθμιστικό έργο με αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και οι παραγωγικές επενδύσεις.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε «στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και με φορολογικά κίνητρα σε καταναλωτές για μη απόκρυψη συναλλαγών σε κλάδους που έχουν αυξημένη φοροδιαφυγή».

Η Πρόεδρος του Ελληνικού Δημόσιου Συμβουλίου, Αναστασία Μιαούλη, μίλησε για απόψεις της Ανεξάρτητης Αρχής που συμβαδίζον με τις προβλέψεις και τις εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, σημείωσε ότι ως προς τις επενδύσεις οι εκτιμήσεις του είναι πιο συγκρατημένες.

Παράλληλα, ιεράρχησε «ως πρώτο κίνδυνο που θα μπορούσε να προκαλέσει αναπάντεχες δημοσιονομικές απαιτήσεις, τη γεωπολιτική κρίση που είναι τόσο κοντά μας». «Για αυτό, θέλουμε να δώσουμε το μήνυμα ότι αν ο κανόνας των δαπανών μπορεί να κρατηθεί κάτω από τα όρια που μας επιτρέπονται, δημιουργώντας αποθέματα, αυτά θα είναι πολύτιμα μέσα στο περιβάλλον αβεβαιότητας στο οποίο ζούμε», πρόσθεσε.

Για ανάγκη στοχοπροσήλωσης στο διαρθρωτικό τομέα, στην παραγωγικότητα, και στην αποτελεσματικότητα του δημοσίου έκανε λόγο, ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Ιωάννης Τσουκαλάς, τονίζοντας ότι σε αυτές τις βασικές αρχές πρέπει να κινηθεί η χώρα τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Όπως, είπε, η φιλοσοφία του νέου πλαισίου είναι να μπορούμε να μειώνουμε το χρέος σε περιόδους ανάπτυξης ώστε να μην αναγκαζόμαστε να επιβάλουμε μέτρα λιτότητας και να επιβαρύνεται η κοινωνία με δυσανάλογα μέτρα.

«Σημαντικό στοιχείο είναι το υψηλότερο επίπεδο αξιοπιστίας του πλαισίου που αφαιρεί τη δυνατότητα σε μια κυβέρνηση να πηγαίνει σε εφήμερες πολιτικές που μακροχρόνια είναι επώδυνες. Πετύχαμε τη σταθερότητα της χώρας την οποία όμως πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού», κατέληξε.

Αντιπολίτευση για μεσοπρόθεσμο ωραιοποιημένη πλασματική εικόνα μακριά από τη σκληρή καθημερινότητα του πολίτη

Την αντίθεση του στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, εξέφρασε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Χάρης Μαμουλάκης, τονίζοντας ότι «μέσα από αυτό επιβεβαιώνεται η καταστροφική συνταγή για την κοινωνία στην οποία επιμένει η κυβέρνηση».

«Η κυβέρνηση σπέρνει αισιοδοξία για να θερίσει νέους φόρους από τους πολίτες. Φέρνει με 10 εσφαλμένες παραδοχές, το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πρόγραμμα, καθιστώντας εξαιρετικά εύθραστο το οικονομικό περιβάλλον για την χώρα την επόμενη τετραετία και αφήνοντας εκτεθιμένα τα ελληνικά νοικοκυριά», ανέφερε ο κ. Μαμουλάκης και πρόσθεσε:

«Εφαρμόζοντας αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, η κυβέρνηση στοχεύει στο να εμφανίσει ικανοποιητικούς δείκτες, οι οποίοι όμως διαμορφώνονται μόνο με την αφυδάτωση του μέσου εισοδήματος. Μπροστά στην αγωνία της να συντηρήσει το αφήγημα της ισχυρής οικονομίας δεν διστάζει να θυσιάσει τα μεσαία και χαμηλότερα οικονομικά στρώματα».

Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Πάρις Κουκουλόπουλος, τόνισε ότι για το κόμμα του, «η δημοσιονομική σταθερότητα της Χώρας είναι αδιαπραγμάτευτη και όποιος παίζει με αυτήν, είναι αντίπαλός» ενώ χαρακτήρισε «εξαιρετικά αρνητικό, εάν τόσο η Κυβέρνηση όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αρχίσουν να παρουσιάζουν στην κοινωνία το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο ως μια “καταναγκαστική” υποχρέωση προσαρμογής στην Ε.Ε».

«Εάν το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο χρήζει αλλαγών, βεβαίως να τις διεκδικήσουμε, αλλά το να επικαλούμαστε ότι αποτελεί προϊόν επιβολής, θα ήταν μια άγονη συζήτηση, αρνητική για τη Χώρα, με λάθος μηνύματα προς τους συμπολίτες μας», είπε και πρόσθεσε:

«Σε καμία περίπτωση δεν θα αποδεχτούμε την καταδίκη της κοινωνίας σε μια διαρκή λιτότητα χωρίς τέλος. Το κόστος ζωής, σε συνδυασμό με το όριο 3% στην αύξηση δαπανών, γίνεται ακόμα πιο ασφυκτικό για την κοινωνία».

Τέλος επανέφερε τις προτάσεις του κόμματος του για την ακρίβεια το ενεργειακό κόστος, το κόστος στέγασης, τα ολιγοπώλια τονίζοντας ότι «δεν υπάρχει καλύτερη πηγή αυξήσεων για τους πολίτες, από το να ποδηγετήσουμε το κόστος ζωής, που επηρεάζει άμεσα και το δημογραφικό».

Ο εισηγητής του ΚΚΕ, Νίκος Καραθανασόπουλος, εξέφρασε την αντίθεση του στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, το οποίο όπως είπε, τεράστιο μέγεθος του βαραίνει την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους φορτώνοντας αβίαστα τα φορολογικά βάρη και μάλιστα αυξημένα σε βάρος των λαϊκών νοικοκυριών.

Μίλησε ακόμα για «κοινωνικές δαπάνες που παραμένουν παγωμένες και που το πολύ -πολύ να καλύπτουν τον πληθωρισμό όχι όμως τις τεράστιες ελλείψεις των πολιτών» αλλά και για αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις και επενδυτικά σχέδια που δρομολογούνται που υπηρετούν μόνο τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων.

«Το αντιλαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας αποτελεί τη σιδερένια φτέρνα για κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης της κυβέρνηση και της ΕΕ και για αυτό το ΚΚΕ το απορρίπτει γιατί εμείς δεν προσπαθούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο», ανέφερε ο κ. Καραθανασόπουλος.

Ο εισηγητής της Ελληνικής Λύσης, Βασίλης Βιλιάρδος έκανε λόγο για «ένα διαχειριστικό Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο που στηρίζεται στην υπερφορολόγηση», ενώ χαρακτήρισε «πολύ επισφαλείς τις εκτιμήσεις για τα φορολογικά έσοδα» και «δύσκολο να αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης που είναι πολύ χαμηλός, για να φτάσει τα επίπεδα της Ευρωζώνης».

Υποστήριξε ακόμα ότι «το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο» σημείωσε ότι «το κυβερνητικό χρέος έχει διπλασιαστεί», και ότι, «δύσκολα θα πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις», ενώ «τα δίδυμα ελλείμματα είναι τα υψηλότερα στην ΕΕ και προέβλεψε «διόγκωση του ελλείμματος».

Ο εισηγητής της Νέας Αριστεράς, Δημήτρης Τζανακόπουλος, έκανε λόγο για υπερβολές και λαθροχειρίες της κυβέρνησης στο πλαίσιο της προσπάθειας να ωραιοποίηση τα καταστροφικά αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής της.

«Πρόκειται στην ουσία για ένα νέο Σύμφωνο σκληρής λιτότητας σε όλη την Ευρώπη. Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα της κυβέρνησης είναι στην ουσία μία περιοριστική πολιτική με υπόσχεση επεκτατικής πολιτικής, αν περάσουμε σε ύφεση. Στη πραγματικότητα σημαίνει πειθαρχίες στις απαιτήσεις των αγορών και στο ρυθμό που δίνει η Γερμανία και οι υποστηρικτές των φανατικών αγορών.

«Αποκρύπτουν την πραγματική κοινωνική και ταξική ανισότητα. Η πραγματική κατάσταση είναι ότι σε μονάδες αγοραστικής δύναμης η Ελλάδα είναι δεύτερη από το τέλος του μέσου όρου της Ευρωζώνης πριν τη Βουλγαρία που είναι η χειρότερη», σημείωσε μεταξύ άλλων ο κ. Τζανακόπουλος, ενώ χαρακτήρισε «μη επιτεύξιμο το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5%».

Ο ειδικός αγορητής της ΝΙΚΗΣ, Ανδρέας Βορύλλας, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι παρουσιάζει μία ωραιοποιημένη εικόνα, επιβάλει σκληρή λιτότητα ενώ σκοπίμως αγνοεί σειρά σοβαρών κινδύνων όπως τις γεωπολιτικές αναταράξεις.

Ο ειδικός αγορητής της Πλεύσης Ελευθερίας, Αλέξανδρος Καζαμίας, υποστήριξε ότι «το νέο Σχέδιο επιβεβαιώνει πως σκέφτεται η κυβέρνηση: ότι και τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα ακολουθήσει πολιτική λιτότητας».

«Με επιλεκτικά στοιχεία παρουσιάζει ένα αφήγημα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Πανηγυρίζει παρουσιάζοντας μία πλασματική εικόνα που απέχει εντελώς από την καθημερινή κοινωνική πραγματικότητα- και αντί να εκφράσει τη θλίψη της που σφίγγει το ζωνάρι στους έλληνες ακόμα περισσότερο μιλά για εξωπραγματικές επιτυχίες», ανέφερε.

Ο ειδικός αγορητής των Σπαρτιατών, Αθανάσιος Χαλκιάς, εξέφρασε την αντίθεση του στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα υποστηρίζοντας ότι ικανοποιεί μόνο τις απαιτήσεις των ευρωπαίων για αποπληρωμή του χρέους ενώ πουθενά δεν κάνει λόγο για το βιωτικό επίπεδο του έλληνα που δεινοπαθεί ενώ χαρακτήρισε αβάσιμες τις προβλέψεις του οι οποίες δεν λαμβάνουν καν υπόψη τις γεωπολιτικές εξελίξεις.

Πηγή: thecaller.gr

Back to top button