Πολιτική

Ι. Κεφαλογιάννης : «Θετικό το ότι μπορούμε να συνομιλούμε με την Τουρκία με την οποία διαχρονικά αντιμετωπίζουμε εντάσεις»

«Το γεγονός ότι μπορούμε αυτή τη στιγμή να συνομιλούμε με μία χώρα η οποία με την οποία διαχρονικά αντιμετωπίζουμε διάφορα προβλήματα, ζητήματα, εντάσεις πολλές φορές, είναι πολύ θετικό αυτή τη στιγμή. Στο πεδίο υπάρχει ηρεμία, με την έννοια ότι δεν υπάρχουν παραβάσεις ή παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, τουλάχιστον από πέρσι», υπογράμμισε ο υφυπουργός Άμυνας Ιωάννης Κεφαλογιάννης, μιλώντας στην εκπομπή του ΕΡΤNews «Επτά» και τη Βάλια Πετούρη, λίγο πριν από την συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Άγκυρα, αύριο (Δευτέρα 13/5).

Ερωτηθείς για το πως εκτιμά ότι μπορεί να εξελιχθεί το παζλ των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, όπου όλη η ανθρωπότητα παρακολουθεί όχι μόνο συγκλονισμένη από το ανθρωπιστικό δράμα το οποίο συντελείται, αλλά και με κομμένη την ανάσα μπροστά στο ενδεχόμενο της ευρύτερης ανάφλεξης, επισήμανε:

«Η θέση της χώρας μας είναι ξεκάθαρη από την πρώτη στιγμή. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε πράγματι, αν θέλετε, στην αρχή μιας επίθεσης προς την πλευρά της ΕΕ, δηλαδή στο τελευταίο σημείο της Λωρίδας της Γάζας, όπου στην ουσία έχουν συγκεντρωθεί εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, στους οποίους βεβαίως, όπως λέει και η ισραηλινή πλευρά, περιλαμβάνονται και κάποιοι από τους μαχητές της Χαμάς. Η χώρα μας έχει καλέσει και τις δύο πλευρές να σταματήσουν άμεσα τις εχθροπραξίες, τη δε πλευρά της Παλαιστίνης και κυρίως της Χαμάς να απελευθερώσει τους ομήρους. Και έχουμε πει για άλλη μια φορά ότι η μοναδική απάντηση σε όλη αυτή την κατάσταση είναι να υπάρχει μία κατάπαυση του πυρός και όλες οι πλευρές να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων (…) Η τελευταία προσπάθεια δυστυχώς απέτυχε. Πράγματι, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έλεγα στο σύνολό τους, έχουν καλέσει και τις δύο πλευρές σε κάθε περίπτωση να επανέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δεν οδηγεί πουθενά όλο αυτό (…)».

Κληθείς να σχολιάσει σε ποιο περιβάλλον θα γίνει η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, είπε ακόμη:

Καταρχάς να βάλουμε λίγο σε ένα σωστό πλαίσιο για να δούμε αυτή τη στιγμή που βρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις τόσο στο πεδίο, αλλά θα πάμε και στο επίπεδο της ρητορικής όσον αφορά το πεδίο. Από πέρσι περίπου τον Φεβρουάριο, δηλαδή μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς στην Τουρκία, βλέπουμε ότι έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί και αυτό είναι το θετικό σημείο. Οι παραβιάσεις αλλά και οι παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου.

(…) Άμα σκεφτείτε ότι ένα μέσο κόστος ώρας πτήσης σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Πολεμικής Αεροπορίας είναι 10.000 με 12.000, αντιλαμβάνεστε τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε ετήσια βάση. Αλλά πέραν του οικονομικού όμως κόστους, αυτό είναι σίγουρα ένα θετικό βήμα όσον αφορά την κατάσταση επί του πεδίου, καθώς τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο αποτρέπονται δύσκολα σκηνικά που πολλές φορές μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμη πιο δύσκολες καταστάσεις πολέμου.

(…) Το δεύτερο θετικό είναι ότι παρατηρούμε ότι μέσα από αυτή την ύφεση που υπάρχει στην ένταση μεταξύ των δύο χωρών, υπάρχει συνεργασία σε μια σειρά από ζητήματα, μεταξύ των οποίων είναι και το μεταναστευτικό. Βλέπουμε για παράδειγμα, ότι τους τελευταίους μήνες υπάρχει μια καλύτερη συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών, δηλαδή Ελλάδας και Τουρκίας, ακόμα και όσον αφορά τα σύνορα και την αστυνόμευση που είναι τόσο στα χερσαία όσο και στα θαλάσσια σύνορα της πατρίδας μας.

Και το βασικότερο από όλα είναι ότι βλέπουμε ότι αναπτύσσονται και οι οικονομικοί δεσμοί, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τελευταία την απελευθέρωση της βίζας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που άμα ρωτήσει κανείς και τις τοπικές κοινωνίες είδαν πολύ θετικά αυτό το μέτρο, καθώς χιλιάδες Τούρκοι τουρίστες επισκέφτηκαν τα νησιά μας. Αυτά είναι τα θετικά.

Πάμε όμως λίγο και στα αρνητικά. Κανείς δεν λέει ότι με μιας στην ουσία σταμάτησαν οι ελληνοτουρκικές διαφορές. Εμείς έχουμε μια πάγια εθνική θέση ότι η μοναδική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι η διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών, εν προκειμένω, δηλαδή της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.

Η Τουρκία θέτει μια σειρά από άλλες διεκδικήσεις, οι οποίες προφανώς δεν υπάρχει ποτέ καμία ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί, ούτε καν ότι υφίσταται ως διαφορά στην ουσία της συζήτησης. Αναφερθήκατε προηγουμένως για γκριζάρισμα περιοχών του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο προφανώς εμείς αμφισβητούμε ότι υφίσταται καν ως διαφορά.

Επομένως, κανείς δεν περιμένει ότι από την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα αυτή τη στιγμή θα γυρίσει κάποιος πίσω στην Αθήνα έχοντας μια συμφωνία για τη μοναδική διαφορά που είναι, όπως είπα προηγουμένως, στη διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών.

(…) Και η Τουρκία από την πλευρά της και συγκεκριμένα ο πρόεδρος Ερντογάν, μπορεί να έχει συγκεκριμένες εθνικές επιδιώξεις ακόμα και στο ζήτημα του Παλαιστινιακού και όχι μόνο. Πράγματι, έχουμε δει κατ’ επανάληψη να προσπαθεί να έχει έναν ρόλο του πατέρα του σουνιτικού Ισλάμ στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και γενικότερα όπου υπάρχει μουσουλμανικό στοιχείο και δη σουνιτικό.

Έχουμε δει τις τελευταίες δεκαετίες ότι ο Ερντογάν προσπαθεί να παίξει αυτόν τον ρόλο, δηλαδή του “πατέρα” του σουνιτικού Ισλάμ. Από εκεί και πέρα, οι θέσεις, επαναλαμβάνω, της χώρας μας όσον αφορά στην επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος είναι ξεκάθαρη. Η χώρα διαχρονικά έχει μια θέση που αναφέρεται στη δημιουργία δύο κρατών, του Ισραήλ προφανώς και ενός Παλαιστινιακού με πολύ συγκεκριμένα σύνορα. Επομένως, δεν είναι κάτι το οποίο ακόμη κι αν τεθεί από πλευράς Ερντογάν, θα αλλάξει κάτι.

Όσον αφορά την πάγια ελληνική θέση: Σε κάθε περίπτωση, εμείς προσερχόμαστε σε έναν διάλογο και πρέπει να υπάρχει ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με τη γειτονική χώρα, έχοντας πολύ συγκεκριμένες θέσεις, όχι μόνο σε σχέση με τη μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά που είπα προηγουμένως. Είναι η διευθέτηση των οικονομικών ζωνών και των θαλασσίων, αλλά κυρίως για τα γενικότερα ζητήματα ασφαλείας στην περιοχή μας, είτε αφορά τον Μεσανατολικό είτε αφορά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που επίσης η χώρα μας, σε αντίθεση θα έλεγα με τη γειτονική χώρα, έχει μια πολύ ξεκάθαρη θέση από τη στιγμή που μιλάμε για μια παραβίαση του διεθνούς δικαίου, όπως επίσης και στην αναταραχή που η οποία παρατηρείται στην Ερυθρά Θάλασσα και στην ευρύτερη περιοχή της Βορείου Αφρικής.

Νομίζω ότι αυτό που έχουμε πετύχει τα τελευταία χρόνια είναι ότι έχει δυναμώσει η φωνή της χώρας μας διπλωματικά, όχι μόνο στο διμερές επίπεδο με την Τουρκία, αλλά συνολικά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ίσως να μου επιτραπεί και η γενίκευση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αυτή τη στιγμή θεωρείται ένας αξιόπιστος ηγέτης. Ένας ηγέτης ο οποίος έχει μια πολύ ξεκάθαρη θέση στα πολύ μείζονα ζητήματα ασφαλείας που αντιμετωπίζει γενικότερα η ευρωπαϊκή ήπειρος. Και αυτό σίγουρα μας δίνει παραπάνω πόντους. Ακόμα και όταν υπάρχει μια διμερής συνάντηση, όπως εν προκειμένω αυτή που θα κάνουμε με τον Τούρκο Πρόεδρο.

(…) Το γεγονός ότι μπορούμε αυτή τη στιγμή να συνομιλούμε με μία χώρα η οποία με την οποία διαχρονικά αντιμετωπίζουμε διάφορα προβλήματα, ζητήματα, εντάσεις, πολλές φορές είναι πολύ θετικό ότι αυτή τη στιγμή. Στο πεδίο υπάρχει ηρεμία, με την έννοια ότι δεν υπάρχουν παραβάσεις ή παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, τουλάχιστον από πέρσι, τουλάχιστον τον Φεβρουάριο, ότι υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας σε οικονομικό και όχι μόνο επίπεδο».

«Αχρείαστη η επίσκεψη Ράμα»

Για την επίσκεψη του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα στην Αθήνα, ανέφερε:

«Πράγματι είναι μια αχρείαστη επίσκεψη, με την έννοια ότι από πλευράς κυρίου Ράμα τίθεται η συγκεκριμένη επίσκεψη ενόψει και των εκλογών που θα έχει όμως τον επόμενο χρόνο η γειτονική μας χώρα, δηλαδή το 2025. Σίγουρα είναι μια αχρείαστη επίσκεψη, δεδομένου ότι σε λίγες εβδομάδες έχουμε τις ευρωεκλογές και κάποιοι ενδεχομένως να θέλουν να εκμεταλλευτούν αυτή την επίσκεψη προκειμένου να παίξουν και κάποια μικροκομματικά παιχνίδια. Ήδη κάποια κόμματα εντός της Ελλάδας προσπαθούν να παίξουν αυτό το παιχνίδι».

(…) Αυτό το οποίο εμείς λέμε ως χώρα, ως κυβέρνηση είναι ότι είμαστε ένα ευρωπαϊκό κράτος. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από την έλευση οποιουδήποτε ξένου ηγέτη θέλει να κάνει μία ανοιχτή, δημοκρατική, επίσκεψη ή ακόμα και εκδήλωση στη χώρα μας.

Εξ άλλου είναι αναφαίρετο δικαίωμα του οποιουδήποτε, εφόσον βεβαίως τηρεί τους συγκεκριμένους και συγκεκριμένους κανόνες και τους νόμους της χώρας μας, που φαίνεται να παραβιάζονται αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον όσον αφορά την έλευση του Αλβανού πρωθυπουργού.

Από εκεί και πέρα, προφανώς υπάρχουν ανοικτά ζητήματα με την Αλβανία, τα έχουμε θέσει κατ επανάληψη, έχουμε θέσει κυρίως ζητήματα όπως αυτό της κατά τη γνώμη μας παράνομης φυλάκισης του Μπελέρη ως ένα ζήτημα ευρωπαϊκό και όχι διμερές. Και μάλιστα έχουμε πει ότι εφόσον η Αλβανία είναι ένα υποψήφιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει πραγματικά να σέβεται τους κανόνες δικαίου που όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και τα υποψήφια οφείλουν να τηρούν. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν έχουμε υποχωρήσει ούτε ένα εκατοστό σε σχέση με τα δίκαια της πατρίδας μας και αυτά τα οποία κατ επανάληψη έχουμε θέσει τόσο σε διμερές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο

(…) Δεν νομίζω ότι η κυβέρνηση δια των αρμοδίων οργάνων έχει αφήσει τίποτα αναπάντητο από οποιαδήποτε χώρα μπορεί να έχει προκαλέσει ή να θέσει σε αμφισβήτηση οτιδήποτε αφορά τα εθνικά δίκαια και δικαιώματα της πατρίδας μας. Άρα, αν υπάρξει οποιαδήποτε πρόκληση, προφανώς θα υπάρχει και αντίστοιχη απάντηση με οποιοδήποτε τρόπο. Θέλω να πιστεύω ότι ο Αλβανός πρωθυπουργός, γνωρίζοντας ότι χρειάζεται και το “πράσινο φως” της Ελλάδας σε όλα τα στάδια της ενταξιακής διαδρομής της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα κάνει το λάθος να προκαλέσει το οτιδήποτε, ειδικά μέσα στην Ελλάδα».

Για τις αντιδράσεις που προκαλεί η υποψηφιότητά Μπελέρη στα κόμματα της αντιπολίτευσης και πολύ περισσότερο σχετικά με το επιχείρημα ότι θα περιπλέξει περισσότερο τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, ο κ. Κεφαλογιάννης σημείωσε:

«Η υποψηφιότητά του έχει αρκετούς συμβολισμούς. Εξάλλου η Νέα Δημοκρατία είναι μία μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη που στους κόλπους της μπορεί να χωρέσει υποψηφίους που προέρχονται είτε από τη λαϊκή δεξιά είτε ακόμα και από τις παρυφές της Κεντροαριστεράς. Και νομίζω ότι το να συμμετέχει κάποιος από την ελληνική εθνική μειονότητα της Αλβανίας σίγουρα στα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας και ενόψει των ευρωπαϊκών εκλογών και δη όταν έχει υποστεί αυτό που κατά τη δική μας άποψη είναι μία άδικη μεταχείριση από πλευράς αλβανικού κράτους, θα έλεγα ότι μόνο δυναμώνει τη φωνή των ομογενών μας στην Αλβανία.

Και σίγουρα, εφόσον εκλεγεί, θα μπορεί να προωθήσει και τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας στη γειτονική χώρα. Από εκεί και πέρα αντιλαμβάνομαι τον εκνευρισμό που μπορεί να έχει αυτή η υποψηφιότητα σε κάποια κόμματα, είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, αλλά θα έλεγα ότι αυτό είναι μία πολιτικά υποκριτική στάση, καθώς θυμίζω ότι μια σειρά από πολιτικούς Έλληνες της αντιπολίτευσης στο παρελθόν είχαν επισκεφτεί και τον Μπελέρη στην αλβανικές φυλακές. Είχαν εκδηλώσει μάλιστα τη συμπαράστασή τους στη νομική ταλαιπωρία την οποία υφίστανται τους τελευταίους μήνες. Και ξαφνικά, τώρα που είναι υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία, ξαφνικά αρχίζουν και διαφορετική ρητορική (…)

Δεν γίνεται πριν από μερικούς μήνες ξαφνικά να τον θυμούνται όλοι και τώρα να εμφανίζεται ως δημόσιος κίνδυνος. Είναι εκείνος ο οποίος (θα χρησιμοποιήσω φρασεολογία της αντιπολίτευσης) “θα ανατινάξει τις αλβανικές σχέσεις.

Άρα νομίζω θα πρέπει να επιδείξουμε σοβαρότητα σε αυτό το ζήτημα. Εμείς θεωρούμε και είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι που σε αυτή τη στιγμή είναι υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία και επαναλαμβάνω, εφόσον εκλεγεί με την ψήφο του ελληνικού λαού, θεωρώ ότι θα είναι και ένας πολύ καλός εκπρόσωπος της Ελλάδας στις Βρυξέλλες.

Ερωτηθείς για το πόσο θωρακισμένη εκτιμά ότι είναι η χώρα μας υπό τις παρούσες συνθήκες με την αμυντική της πολιτική, τόνισε:

«Είμαστε καταδικασμένοι από τη γεωγραφία να έχουμε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, ακριβώς για να έχουμε εκείνη την αποτρεπτική ισχύ, έναντι των οποίων επιβουλεύονται τα δίκαια της πατρίδας μας και προσπαθούν να θέσουν σε κίνδυνο την εδαφική ακεραιότητα. Να το σκεφτούν δύο και τρεις φορές προκειμένου να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.

Θυμίζω ότι την τελευταία πενταετία η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει κάνει πραγματικά άλματα όσον αφορά την αμυντική θωράκιση. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα πιο γνωστά οπλικά συστήματα, όπως για παράδειγμα οι φρεγάτες που τρέχουν αυτή τη στιγμή και είναι προς παράδοση τους επόμενους μήνες ή ακόμα και τα άλλα τα οποία έχουν ήδη παραδοθεί στη χώρα μας, αλλά συνολικά υπάρχει ένα πολύ συνεκτικό σχέδιο αμυντικής θωράκισης για να καλύψουμε δυστυχώς το χαμένο έδαφος το οποίο είχαμε την προηγούμενη δεκαετία μέσα στη δεκαετή κρίση που αντιμετώπισε η πατρίδα μας και κυρίως να μπορέσουμε να φτάσουμε σε ένα τέτοιο επίπεδο, έτσι ώστε να καλύψουμε τις όποιες τρύπες είχαν δημιουργηθεί όλο αυτό το διάστημα.

Όλα αυτά όμως συμβαίνουν σεβόμενοι το δημοσιονομικό πλαίσιο το οποίο υπάρχει και αφορά τον προϋπολογισμό της χώρας μας και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να υπάρξουν υπερβάσεις. Μάλιστα θυμίζω ότι ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας έχει πει κατ επανάληψη ότι αυτή τη στιγμή επανεξετάζουμε ένα δεκαετές πρόγραμμα όσον αφορά τα εξοπλιστικά, που θα είναι απόλυτα συνυφασμένο με τις δυνατότητες της πατρίδας μας.

Ταυτόχρονα όμως, θα εκμεταλλευτούμε και τις ευκαιρίες που ανοίγονται μέσα από τον δημόσιο διάλογο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και πλέον όλοι οι εταίροι μας συζητάνε ακόμα και για δυνατότητες άντλησης πόρων από κοινοτικά κονδύλια το επόμενο χρονικό διάστημα.

Θεωρώ ότι η Ευρώπη αυτή τη στιγμή ξυπνάει από έναν λήθαργο δεκαετιών και αντιλαμβάνεται ότι θα πρέπει να υπάρξει μία κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στις διάφορες προκλήσεις ασφάλειας. Άρα η χώρα μας προφανώς θα βγει κερδισμένη μέσα από αυτή τη συζήτηση (…)

Γίνεται μια πολύ συστηματική προσπάθεια και από τον Υπουργό, τον κ. Δένδια και συνολικά από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, προκειμένου να υπάρξουν και ζητήματα μέριμνας προσωπικού και μάλιστα και τα νομοσχέδια τα οποία θα φέρουμε το επόμενο χρονικό διάστημα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, μεταξύ των οποίων και ένα εμβληματικό νομοσχέδιο, το οποίο είναι αυτή τη στιγμή σε διαβούλευση και αφορά το Κέντρο Αμυντικής Καινοτομίας, κάτι το οποίο θα επιτρέψει στη χώρα μας το επόμενο χρονικό διάστημα να δημιουργήσει μία, ας μου επιτραπεί ο όρος και “θερμοκοιτίδα αμυντικών βιομηχανιών” που με πολύ έξυπνο τρόπο θα μπορούμε να αναπτύσσουμε και δικά μας οπλικά συστήματα, τέτοια από τα οποία θα είναι με βάση και τις ανάγκες των επιτελείων.

Και θεωρώ ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε επίσης να καλύψουμε πάρα πολλά από τα κενά τα οποία έχουν δημιουργηθεί».

Πηγή: thecaller.gr

Back to top button